ΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ ΕΝ ΜΕΣΩ ΒΑΘΙΑΣ ΥΦΕΣΗΣ
(1981-1990)
Το 1981, η Ελλάδα ήταν πλέον μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Η παρουσία της ενίσχυε τον ευρωπαϊκό εμπορικό στόλο με 3.942 υπό ελληνική σημαία πλοία διπλασιάζοντας τη δύναμή του. Ο στόλος των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας αντιπροσώπευε πλέον το 1/4 της παγκόσμιας ναυτιλίας χάρη στην Ελλάδα, το νηολόγιο της οποίας είχε μόλις ξεπεράσει την Ιαπωνία και βρισκόταν μόνο πίσω από τη Λιβερία στην παγκόσμια κατάταξη.
Την εποχή εκείνη, η ναυτιλία προσέφερε καλές αποδόσεις και τίποτα δεν προμήνυε την κατακόρυφη πτώση της αγοράς. Η κρίση που ξέσπασε λίγο αργότερα στα δεξαμενόπλοια αποκάλυψε τα πρώτα σύννεφα στη ναυλαγορά. Πολλοί εφοπλιστές συνειδητοποίησαν ότι και ο στόλος του ξηρού φορτίου δεν θα αργούσε να επηρεαστεί από την ύφεση.
Ενώ όλα αυτά απασχολούσαν τον ναυτιλιακό χώρο, στην Ελλάδα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Ράλλη έχανε συνεχώς έδαφος, την ώρα που το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) του Ανδρέα Παπανδρέου όδευε προς την εξουσία με την ευρεία στήριξη των λαϊκών στρωμάτων και μεγάλου μέρους του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η πρόβλεψη της εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώθηκε τον Οκτώβριο του 1981 με τη σαρωτική του επικράτηση. Την ίδια στιγμή, η παγκόσμια ναυτιλία είχε αρχίσει να βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η υπέρμετρη ανάπτυξη του παγκόσμιου στόλου στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σε συνδυασμό με την πρωτόγνωρη κρίση που ακολούθησε στον τομέα της ενέργειας, επηρέασαν πρώτα τα μεγάλου μεγέθους δεξαμενόπλοια. Πολλά από αυτά οδηγήθηκαν στα διαλυτήρια προτού συμπληρώσουν την 15ετία. Σύντομα, με την εξάπλωση της κρίσης και στο χώρο του ξηρού φορτίου, ένας μεγάλος αριθμός φορτηγών πλοίων άρχισε να παροπλίζεται σε διάφορα σημεία της Ελλάδας.
Η κυβέρνηση καλούνταν να λάβει τολμηρά μέτρα για να προστατεύσει το νηολόγιο σε εκείνη τη δύσκολη φάση. Όμως, αν και ο πρωθυπουργός γνώριζε καλά τα ναυτιλιακά θέματα, τα πρώτα δείγματα διαχείρισής τους από μέλη της κυβέρνησης δεν ήταν ενθαρρυντικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρωτοβουλία του αρμόδιου επί της εμπορικής ναυτιλίας υπουργού, ο οποίος προέτρεψε τους σπουδαστές των ναυτικών Σχολών του Ασπροπύργου να βγάλουν τις στολές τους και να συνδικαλίζονται «με πείσμα και συνέπεια»! Ωστόσο, οι επαφές των εφοπλιστών με τον Παπανδρέου συνεχίστηκαν, και στις αρχές του 1982 έλαβαν τη διαβεβαίωση για τη λήψη μέτρων.
Στις 4 Ιουνίου 1982, η ελληνική ναυτιλιακή οικογένεια μέσω της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών και της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας, προχώρησε σε μια σημαντική πρωτοβουλία. Ήταν η ίδρυση της Ελληνικής Ένωσης Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος (HELMEPA), η οποία προήλθε από μια ιδέα του εφοπλιστή Γιώργου Π. Λιβανού και προηγήθηκε πολλών διεθνών πρωτοβουλιών για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Λίγο αργότερα, και υπό νέο υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας τον Γεώργιο Κατσιφάρα, ξεκίνησε ο διάλογος για τη λήψη μέτρων που στόχευαν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του καταρρέοντος ελληνικού νηολογίου. Η υιοθέτηση των μέτρων όμως καθυστέρησε και οι προτεραιότητες της κυβέρνησης στράφηκαν σε δευτερεύοντες τομείς. Μεταξύ αυτών ήταν η αλλαγή στη διοίκηση του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου με την τοποθέτηση πολιτικού προσώπου, αντί του Λιμενικού Αξιωματικού που ίσχυε μέχρι τότε. Στην πορεία των επόμενων ετών, το ταμείο εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα βάρη του κρατικού προϋπολογισμού, αφού προηγουμένως μέσω αυτού συνταξιοδοτήθηκαν άτομα τα οποία ουδέποτε είχαν υπηρετήσει το ναυτικό επάγγελμα.
Στις αρχές του 1983, η κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης που είχε ήδη οδηγήσει στον παροπλισμό 700 ελληνικά πλοία. Όμως πριν την κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου τον Μάιο, προέκυψαν διαφορές με τις αρχικές εξαγγελίες, ιδιαίτερα το μέτρο που αναφερόταν στην υποχρεωτική ανακύκλωση της ναυτικής εργασίας. Αυτό πυροδότησε μια άνευ προηγουμένου αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και εφοπλισμού οδηγώντας τελικά σε μαζική φυγή από το ελληνικό νηολόγιο.
Η πτώση της ναυλαγοράς συνεχίστηκε και τα επόμενα δύο χρόνια με εντονότερους ρυθμούς. Αρκετές τράπεζες –ιδιαίτερα αυτές με μικρή εμπειρία στη δανειοδότηση της ναυτιλίας– επέδειξαν αδιαλλαξία απέναντι στους δανειολήπτες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση τεράστιων ζημιών σε τράπεζες και πλοιοκτήτες και τη χρεοκοπία πολλών από τους τελευταίους. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί Έλληνες εφοπλιστές πέτυχαν σε συνεργασία με τους δανειστές τους να απαλλαγούν από τα μεγάλης ηλικίας πλοία αντικαθιστώντας τα με νεότερα, οι αξίες των οποίων είχαν παρουσιάσει κατακόρυφη πτώση λόγω της κρίσης. Το σύνολο σχεδόν των πλοίων που αποκτήθηκαν τότε ύψωσαν ξένες σημαίες εξασφαλίζοντας την ανταγωνιστική τους λειτουργία εν μέσω της κρίσης. Όταν μετά από μερικά χρόνια η ναυλαγορά ανάκαμψε, οι πλοιοκτήτες τους ανέκτησαν πολλά από τα απολεσθέντα κεφάλαια με την πώληση των πλοίων αυτών σε πολλαπλάσιες τιμές.
Ο τρόπος με τον οποίο δραστηριοποιήθηκε η ναυτιλία των Ελλήνων εκείνη την περίοδο παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με την αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο, όπου η ανάπτυξή της είχε βασιστεί στις ξένες σημαίες. Αυτή τη φορά όμως, την ίδια τακτική υιοθέτησαν εκπρόσωποι και άλλων παραδοσιακών ευρωπαϊκών ναυτιλιών. Όλοι πλέον είχαν συνειδητοποιήσει ότι η επιβίωση στο χώρο της διεθνούς ναυτιλίας ήταν ταυτόσημη με την έννοια της «ανταγωνιστικότητας». Με την πάροδο των ετών, αυτό οδήγησε στην αποδυνάμωση των εθνικών στόλων και την επικράτηση των ανοιχτών νηολογίων.
Με την ευκαιρία της εκλογής του νέου προέδρου της Στάθη Γουρδομιχάλη, στα τέλη του 1984, η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών ζήτησε την πραγματοποίηση συνάντησης με τον πρωθυπουργό. Ο Ανδρέας Παπανδρέου –που τελευταία φορά είχε συναντηθεί με εκπροσώπους των εφοπλιστών σχεδόν δύο χρόνια πριν, δεν ανταποκρίθηκε, ακολουθώντας την ίδια τακτική μέχρι τη λήξη της πρωθυπουργίας του το 1989.
Έτσι, η ελληνική ναυτιλία συνέχισε την πορεία της χωρίς ουσιαστικό διάλογο με την κυβέρνηση μέχρι τη δεύτερη εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ το 1985. Τότε, ο αποκαλούμενος «τσάρος της Οικονομίας» Γεράσιμος Αρσένης ορκίστηκε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, παράλληλα με τα καθήκοντά του ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Η απρόσμενη αυτή εξέλιξη έφερε στο προσκήνιο την πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Ωστόσο, η έντονη αντίδραση του ναυτιλιακού κόσμου οδήγησε στην αναθεώρηση της σκέψης περί καταργήσεως του ΥΕΝ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την αλλαγή υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, αλλά και την ανάληψη καθηκόντων υπουργού Εθνικής Οικονομίας από το βουλευτή Πειραιά Κώστα Σημίτη. Λίγο καιρό αργότερα, ο περίφημος νόμος της ανακύκλωσης καταργούνταν με τον αρμόδιο υπουργό να την χαρακτηρίζει ως «εκ περιτροπής ανακύκλωση της ανεργίας».
Η ραγδαία μείωση της δύναμης του ελληνικού νηολογίου και η παράλληλη αύξηση των υπό ξένη σημαία ελληνόκτητων πλοίων ενεργοποίησαν τελικά την κυβέρνηση. Έτσι από το καλοκαίρι του 1986, όταν η ναυλαγορά άρχισε να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης, ξεκίνησε μια προσπάθεια με τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας να επιχειρεί με επισκέψεις του σε ναυτιλιακά γραφεία να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ένταξη πλοίων στο ελληνικό νηολόγιο. Την ίδια ώρα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός αποδέχτηκε την πρόσκληση του εφοπλιστή Γιάννη Λάτση να παραστεί στην τελετή ύψωσης της ελληνικής σημαίας στο γιγαντιαίο δεξαμενόπλοιο ΕΛΛΑΣ ΦΩΣ το 1986, ενώ το 1987 θεμελίωσε το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, ένα από τα σημαντικότερα κοινωφελή έργα που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα από τη ναυτιλιακή κοινότητα.
Παρά τις ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης, η στροφή προς τις ξένες σημαίες είχε παγιωθεί. Μετά την πολυετή και βαθιά ύφεση, Έλληνες και ξένοι εφοπλιστές επιζητούσαν τη μεγιστοποίηση της απόδοσης των επενδύσεών τους μέσα από τις ευκολίες που παρείχαν οι σημαίες των ανοιχτών νηολογίων.
Η πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση τα επόμενα χρόνια και κυρίως οι συνεχείς αλλαγές υπουργών εμπορικής ναυτιλίας δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Έτσι, το ελληνικό νηολόγιο παρέμεινε απλός παρατηρητής της εκρηκτικής ανάπτυξης της ελληνόκτητης ναυτιλίας που πορευόταν εκ νέου προς την παγκόσμια κορυφή και μάλιστα με ριζικά ανανεωμένο στόλο.
Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1989 ορκίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη έπειτα από την ιστορική απόφαση μετεκλογικής συνεργασίας της κεντροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας με συνασπισμό αριστερών κομμάτων, στον οποίο συμμετείχε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Από τις πρώτες αποφάσεις της νέας κυβέρνησης ήταν η υιοθέτηση μέτρων του θεσμού της Εναλλασσόμενης Εκπαίδευσης (sandwich courses) στις Ναυτικές Σχολές, με σκοπό την αναβάθμιση του συστήματος ναυτικής εκπαίδευσης, σε μια εποχή που τα αποτελέσματα της απογραφής των Ελλήνων ναυτικών εμφάνιζαν δραματική συρρίκνωση. Συρρίκνωση όμως –που στην πορεία αποδείχτηκε μη αναστρέψιμη– παρουσίασε και το ελληνικό νηολόγιο της ποντοπόρου ναυτιλίας, το οποίο στη διάρκεια μιας δεκαετίας είχε απωλέσει περί τα 1900 πλοία. Ήταν η μεγαλύτερη μείωση που είχε υποστεί το ελληνικό νηολόγιο εν καιρώ ειρήνης.