ΔΕΞΑΜΕΝΟΠΛΟΙΑ
Η μαζική είσοδος των Ελλήνων στο χώρο των δεξαμενοπλοίων υπήρξε μια από τις πλέον σημαντικές εξελίξεις στη μεταπολεμική παγκόσμια ναυτιλία. Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αριθμός των Ελλήνων που είχαν δραστηριοποιηθεί στον συγκεκριμένο τομέα δεν έφτανε ούτε τους δέκα. Η έγκαιρη συνειδητοποίηση της ραγδαίας εξέλιξης του «μαύρου χρυσού» ως κύρια μορφή ενέργειας κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ώθησε τους Έλληνες εφοπλιστές σε μια δυναμική είσοδο στον τομέα αυτόν. Αυτό επιτεύχθηκε κυρίως χάρη σε διαδοχικές παραγγελίες για τη ναυπήγηση δεξαμενοπλοίων –πολλές από τις οποίες χαρακτηρίστηκαν πρωτοποριακές για την εποχή τους– που ξεκίνησαν να παραδίδονται στους πλοιοκτήτες τους το 1948, με πρώτο το OLYMPIC GAMES του Αριστοτέλη Ωνάση.
Η εικόνα στο χώρο των μεταφορών πετρελαίου άλλαξε ριζικά μετά το κλείσιμο της διώρυγας του Σουέζ το 1956, γεγονός το οποίο μεταξύ άλλων σηματοδότησε την ανάγκη ναυπήγησης πλοίων με αυξημένη μεταφορική ικανότητα. Έτσι, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, και αφού είχε προηγηθεί η βαθιά κρίση της ναυλαγοράς στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η οποία είχε ως αποτέλεσμα μαζικούς παροπλισμούς και διαλύσεις πλοίων αλλά και τη μετατροπή πολλών δεξαμενοπλοίων σε bulk carriers, ξεκίνησε ένα νέο κύμα ναυπηγήσεων. Αυτό αφορούσε σε μεγάλο βαθμό πλοία μεγάλης χωρητικότητας που ξεπερνούσαν τους 200.000 τόνους σε μεταφορική ικανότητα. Tα συγκεκριμένα πλοία, γνωστά με τη συντομογραφία VLCC (Very Large Crude Carriers), αποτέλεσαν πρωτεύουσα επιλογή αρκετών Ελλήνων εφοπλιστών, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών τον Ιούνιο του 1967 που είχε ως αποτέλεσμα και πάλι το κλείσιμο της Διώρυγας του Σουέζ, αυτήν τη φορά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 έως το 1990, ο τομέας των πετρελαϊκών μεταφορών γνώρισε σημαντικές αλλαγές. Η τεράστια αύξηση στην τιμή του πετρελαίου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 οδήγησε στη σταδιακή απαξίωση των ατμοκίνητων πλοίων που είχαν μεγάλη κατανάλωση καυσίμων. Πολλά από αυτά –ιδιαίτερα τα VLCC– οδηγήθηκαν πρόωρα στα διαλυτήρια ως αντιοικονομικά, μόλις μια δεκαετία από την κατασκευή τους όταν ξέσπασε ακόμα μια καταστροφική κρίση στον ναυτιλιακό χώρο στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μετά το τέλος της, με τη σταδιακή ανάκαμψη της ναυλαγοράς περί τα τέλη του 1986, εμφανίστηκαν και τα πρώτα δείγματα μιας ριζικής διαφοροποίησης του κλάδου, μιας και η διαρκώς αυξανόμενη ευαισθησία απέναντι στην ανάγκη αποτελεσματικής προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος οδηγούσε τη ναυπηγική βιομηχανία στο σχεδιασμό και την κατασκευή δεξαμενοπλοίων με διπλό κέλυφος.
Αυτό έγινε πραγματικότητα λίγο μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μια σειρά από ατυχήματα δεξαμενοπλοίων που είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρών περιστατικών ρύπανσης –με κορυφαία την περίπτωση του EXXON VALDEZ– προκάλεσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις, οι οποίες οδήγησαν στη λήψη μέτρων από διάφορες κυβερνήσεις με προεξάρχουσα την κυβέρνηση των ΗΠΑ, με στόχο την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος.
Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, οι Έλληνες εφοπλιστές παρέμειναν σταθερά προσηλωμένοι στις πετρελαϊκές μεταφορές, προσθέτοντας στον παγκόσμιο στόλο των δεξαμενοπλοίων 776 νεότευκτες μονάδες. Αυτό ισοδυναμεί κατά μέσο όρο με ένα νεότευκτο δεξαμενόπλοιο κάθε 25 ημέρες επί 53 χρόνια. Η πορεία τους δε στον τομέα αυτόν συνεχίζεται με ακόμα εντονότερους ρυθμούς και στον νέο αιώνα, με αποτέλεσμα να έχουν πλέον καταστεί πρωταγωνιστές στον κρίσιμο αυτό τομέα της παγκόσμιας οικονομίας μεταφέροντας περίπου το ¼ της παραγωγής αργού πετρελαίου που εξάγεται μέσω θαλάσσης.
Πέρα από τη σημαντική συνεισφορά τους στην παγκόσμια οικονομία με την ανταγωνιστική σε κόστος μεταφορά του «μαύρου χρυσού» από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες στο χώρο των δεξαμενοπλοίων συνετέλεσαν καθοριστικά στην παγκόσμια καταξίωση του νεοσύστατου νηολογίου της Λιβερίας το 1949, αφού μέχρι το τέλος της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας εντάχθηκαν σε αυτό 184 νεότευκτα ελληνόκτητα δεξαμενόπλοια υψηλών προδιαγραφών. Το πρώτο πλοίο, μάλιστα, με το οποίο το νηολόγιο της Λιβερίας εγκαινίασε την είσοδό του στον ναυτιλιακό χώρο ήταν το νεότευκτο δεξαμενόπλοιο WORLD PEACE του ομίλου Νιάρχου.
Η ενότητα αυτή – που θα συμπληρωθεί με συχνές προσθήκες φωτογραφικού υλικού– αφορά το σύνολο των δεξαμενοπλοίων που κατασκευάστηκαν για λογαριασμό εταιρειών υπό τον έλεγχο/διαχείριση Ελλήνων σε ναυπηγεία όλου του κόσμου με χρονολογική σειρά από το 1948 έως και το 2000.