Καρασταμάτης Γιάννης

Απρ 2004

Ο Γιάννης Ε. Καρασταμάτης (1925-2012) υπήρξε μια εμβληματική μορφή της ελληνικής ναυτιλίας. Ως συνιδρυτής και πρόεδρος της Eletson Corporation, συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη του ελληνικού εφοπλισμού. Γεννήθηκε στην Άνδρο σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια. Η επαγγελματική του πορεία στην ναυτιλία ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν εργάστηκε για πρώτη φορά σε υπερωκεάνιο της Greek Line της οικογένειας Γουλανδρή. Η ίδρυση της Eletson και η ηγεσία της από τέσσερις πλοιάρχους κατέστησαν την εταιρεία ως μια από τις πιο κορυφαίες εταιρείες δεξαμενόπλοιων στον κόσμο. Η πορεία του Γιάννη Καρασταμάτη αποτελεί ξεχωριστό παράδειγμα αυτοδημιουργίας και αφοσίωσης στη ναυτιλία.

Περιοδικό Αργώ,
Τεύχος Απριλίου 2004

Κύριε Καρασταμάτη, θέλω κατ’ αρχάς να σας ευχαριστήσω και να εκφράσω τη χαρά μου που μας δίνετε την ευκαιρία να ακούσουμε και να καταγράψουμε εμπειρίες και βιώματα ενός ανθρώπου που ξεκίνησε από το μηδέν και πέτυχε ταυτίζοντας δημιουργικά τη ζωή του με το έργο της ναυτιλίας.

Και εγώ σας ευχαριστώ που επιμείνατε εδώ και αρκετό καιρό για να κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Ξέρετε, δεν θεωρώ ότι ο εαυτός μου αξίζει κάποιας ιδιαίτερης προβολής, όσο και εάν έχω πετύχει -όπως έχουν κρίνει άλλοι- στην επαγγελματική μου διαδρομή. Ήμουν πάντοτε και συνειδητά παραμένω, απλός και προσιτός, δεν με έχει κυριεύσει καμία έπαρση. Το αναφέρω αυτό, επειδή δυστυχώς βλέπουμε συχνά ανθρώπους να διακατέχονται από έπαρση που δεν δικαιολογείται από τα όσα έχουν πετύχει στη ζωή τους. Γι αυτόν τον λόγο υπήρξα μέχρι σήμερα επιφυλακτικός στο να δώσω κάποια συνέντευξη και είναι, όπως γνωρίζετε, η πρώτη φορά που το κάνω.

Και σας ευχαριστώ ιδιαίτερα γι’ αυτό. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν τη συζήτησή μας. Κατάγεσθε από την Άνδρο, έναν από τους πλέον ιστορικούς ναυτότοπους της χώρας μας, εκεί αντικρίσατε για πρώτη φορά τη θάλασσα. Θέλετε να μας μιλήσετε για τα παιδικά σας χρόνια;

Ευχαρίστως, γιατί πρόκειται για τα χρόνια που στιγματίζουν την πορεία της ζωής του καθενός, διότι κακά τα ψέματα, από μικρό παιδί λαμβάνεις τα στοιχεία εκείνα που διαμορφώνουν το χαρακτήρα σου. Τα στοιχεία αυτά τα αντλεί κανείς από τον τόπο και τις ρίζες του. Από το σπίτι του, την εκκλησία και το σχολείο. Είναι επομένως τα πολυτιμότερα εφόδια στη ζωή του καθενός μας. Πάντοτε δε, στη διαδρομή της ζωής μας γυρνάμε πολλές φορές νοερά στα χρόνια εκείνα τα παιδικά και θυμόμαστε ή υπακούμε στα όσα μάθαμε τότε.

Πείτε μας, αν θέλετε, τι μάθατε εσείς.

Γεννήθηκα το 1925 στο χωριό Αποίκια της Άνδρου. Οι γονείς μου ήταν αγρότες, φτωχοί άνθρωποι. Ο πατέρας μου πήγε το 1930 μετανάστης στην Αμερική, κάθισε πέντε χρόνια και ενόσω έλειπε, κατορθώσαμε να χτίσουμε ένα σπίτι πάνω από ένα παλιό καφενείο δίπλα στην πηγή της Σάριζας. Όταν επέστρεψε το 1935, μετακομίσαμε στο καινούργιο σπίτι, ο πατέρας μου λειτουργούσε το καφενείο, η μητέρα μου βοηθούσε, μαγείρευε, έφτιαχνε μεζέδες και το καλοκαίρι νοικιάζαμε το σπίτι σε τουρίστες που παραθέριζαν στο χωριό.

Υπήρχε από τότε τουρισμός;

Και πολύ αξιόλογος μάλιστα. Είχαμε ως επισκέπτες, Έλληνες από την Αίγυπτο, πολλούς από την Αθήνα, δικαστικούς, δικηγόρους και άλλους αξιόλογους ανθρώπους. Ζούσα λοιπόν όλο το καλοκαίρι σε ένα περιβάλλον άλλου επιπέδου, έβλεπα ανθρώπους σοβαρούς, μορφωμένους και έτσι κατάλαβα αρκετά νωρίς ότι θα μπορούσα στη ζωή μου να κάνω κάτι περισσότερο από αυτά που θα έκανα ενδεχομένως παραμένοντας στο χωριό μου. Είχα με άλλα λόγια από μικρός το ερέθισμα για να προβληματιστώ και να επιδιώξω κάτι το καλύτερο.

Βοηθούσατε τους γονείς σας;

Δεν γινόταν διαφορετικά, υπήρχε πολύ δουλειά όλο το καλοκαίρι. Το καφενείο ήταν εκείνη την εποχή το μοναδικό στην πηγή της Σάριζας, όπου ερχόταν οι περισσότεροι τουρίστες και έπρεπε να στηρίξουμε, εγώ και ο αδελφός μου, την προσπάθεια των γονιών μας. Σερβίριζα τους καφέδες, το φαγητό. Ήμουν πολύ εργατικός και δεν με πείραζε ποτέ η δουλειά. Ερχόταν επίσης πολλοί εφοπλιστές και έκαναν τραπέζια, η οικογένεια Βογιαζίδη -ο Θρασύβουλος Βογιαζίδης ήταν νονός μου- οι οικογένειες Γουλανδρή, οι Εμπειρίκοι. Όλοι έκαναν τα μεγάλα τραπέζια τους εκεί, δεν υπήρχε άλλωστε άλλο μέρος. Ζούσα ανάμεσά τους και συναναστρεφόμουνα τα παιδιά τους. Ο Αλέκος ο Γουλανδρής, τα αδέλφια του, ο big John και άλλοι, ήταν όλοι στην ηλικία μου. Ζώντας λοιπόν καθημερινά όλο το καλοκαίρι ανάμεσα σε μορφωμένους ανθρώπους, αλλά και πετυχημένους επιχειρηματίες, δημιούργησα χωρίς καλά καλά να το καταλάβω πρότυπα και φιλοδοξίες για τη ζωή μου.

Η εργασία σας επομένως στο καφενείο απεδείχθη πολύπλευρα ωφέλιμη για σας.

Κάτι περισσότερο. Διότι εκτός από τα παραπάνω, πρέπει να σας πω ότι από το καφενείο άντλησα σημαντικά διδάγματα. Χάρη στο καφενείο για παράδειγμα, δεν κάπνισα ποτέ μου, διότι είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω εξ αρχής ότι το τσιγάρο βλάπτει.

Πώς το διαπιστώσατε;

Ακούγοντας καθημερινά ανθρώπους να παροτρύνουν άλλους λέγοντας «κόψε το τσιγάρο, δεν μπορώ πια να σ’ ακούω να βήχεις». Άλλους να ομολογούν ότι θέλουν μεν να το κόψουν, αλλά έχουν αδυναμία να το κάνουν. Το σκέφθηκα λοιπόν και κατέληξα ότι εφ’ όσον είναι ούτως ή άλλως μια βλαβερή συνήθεια, δεν έχει νόημα να την αρχίσω για να αναγκασθώ αργότερα να κάνω προσπάθειες για να το κόψω, οπότε δεν κάπνισα ποτέ. Το καφενείο ήταν επίσης η αιτία που δεν έπαιξα ποτέ χαρτιά. Γιατί έβλεπα εκεί την εξάρτηση που δημιουργεί το χαρτί, ιδιαίτερα τις ημέρες των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, όπου έβλεπες το πάθος λίγων ανθρώπων, ακόμα και φτωχών ανθρώπων, να βγάζουν τα μοναδικά χρήματα που είχαν στο πουγκί τους για να τα παίξουν σε ένα τραπέζι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, μια σκηνή όπου ήρθαν στο καφενείο δυο παιδάκια μικρά – εγώ τότε ήμουν 13-14 ετών – και είπαν σε έναν πού έπαιζε στο τραπέζι, «μπαμπά, σε χρειάζεται η μαμά». Εκείνος δεν σταμάτησε και τους λέει, «καλά, πείτε της ότι έρχομαι σε λίγο». Περνά λίγη ώρα, έρχονται πάλι πίσω τα παιδιά, ξανά τα ίδια αυτός, «πείτε της ότι έρχομαι». Την τρίτη φορά πού ήρθαν, του λένε «μπαμπά, η μαμά γέννησε». Ομολογώ ότι σοκαρίστηκα. Γιατί ήμουν βέβαιος ότι γνώριζε γιατί τον ήθελε η γυναίκα του, ήξερε γιατί τον καλούσε το σπίτι του, αλλά αυτός ήταν δέσμιος της τράπουλας. Αυτό με έκανε όχι μόνο να μην παίζω χαρτιά, αλλά και να είμαι εντελώς αντίθετος γενικά στο παίξιμο. Ούτε Προπό δεν έχω παίξει στη ζωή μου. Ρισκάρω τα χρήματά μου σε επενδύσεις, αλλά δεν τα παίζω.

Ακούτε δηλαδή τζόγο και απομακρύνεστε!

Το απεχθάνομαι και μάλιστα όταν ταξίδευα με τα πλοία, σε μικρότερο βαθμό στην αρχή και πολύ περισσότερο μετά, δεν επέτρεπα τη χαρτοπαιξία. Γιατί ως υποπλοίαρχος έβλεπα ότι έφευγαν ορισμένες φορές από τη βάρδια για να παίξουν χαρτιά και από τα χαρτιά πηγαίναν κατευθείαν στη βάρδια. Αυτό εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλεια του πλοίου και όσο αποκτούσα περισσότερη εμπειρία στη θάλασσα, γινόμουν πιο αυστηρός. Η χαρτοπαιξία ήταν για μένα σημαντική αφορμή για να απολύσω κάποιον, έστω και εάν το πλοίο βρισκόταν στην Ιαπωνία.

Ωστόσο οι Ελληνες ναυτικοί δεν παίζουν πολύ.

Σωστά το λέτε, δεν παίζουν, ειδικά σήμερα, ακόμα όμως και παλαιότερα δεν έπαιζαν οι περισσότεροι. Ένας, δύο ήταν συνήθως οι χαρτοπαίκτες, αλλά δυστυχώς παρέσυραν και άλλους. Ήταν πάντως ένα φαινόμενο μετά τον πόλεμο, κατάλοιπο μιας άλλης εποχής. Για να είμαστε δίκαιοι, οι Έλληνες ναυτικοί δεν έχουν τέτοια ελαττώματα, δεν χαρτοπαίζουν και δεν πίνουν όπως άλλοι. Ούτε ξοδεύουν τα χρήματά τους. Παλαιότερα, την μεταπολεμική εποχή ξοδευτήκαν από ναυτικούς αρκετά χρήματα με τις μεγάλες παραμονές των πλοίων στα λιμάνια, αλλά στην εποχή μας αυτό δεν γίνεται. Οι ναυτικοί είναι πιστεύω οι πιο σωστοί, οι πιο νοικοκύρηδες και οι πιο φιλότιμοι επαγγελματίες.

Εσείς πάντως δεν χαριστήκατε σε όποιον έπαιζε χαρτιά!

Όχι και δεν μετάνιωσα γι’ αυτό, μόνο μια φορά ίσως αισθάνθηκα άσχημα, όταν ήμουν πλοίαρχος στο «Nicholas J. Goulandris». Ηταν παραμονή πρωτοχρονιάς και οι αξιωματικοί, ο πρώτος μηχανικός και δυο τρείς άλλοι ήρθαν και με βρήκαν και μου λένε, «καπετάνιε, σε παρακαλούμε να μας αφήσεις να παίξουμε για το καλό». Ομολογώ ότι με προβλημάτισε το γεγονός ότι στενοί συνεργάτες μου, άνθρωποι με τους οποίους έκανα καθημερινά τη δουλειά μου, έφταναν στο σημείο να με παρακαλούν να τους αφήσω να κάνουν κάτι που προφανώς ήθελαν πολύ. Τους απήντησα, «γνωρίζετε τις θέσεις μου και δεν είναι εύκολο να τις παρακάμψω. Θα σας παρακαλέσω να παίξετε πριν από τα μεσάνυχτα, αλλά μόλις σφυρίξουμε για το νέο χρόνο και κατέβω στη τραπεζαρία για να ευχηθούμε τα χρόνια πολλά, να έχετε σταματήσει και παρακαλώ να μην συνεχίσετε». Έτσι και έγινε. Εκ των υστέρων, όμως, μου δημιουργήθηκαν ερωτήματα εάν αυτό που είπα ήταν υπερβολικό, μήπως ήταν σκληρό απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ίσως πάλι ήμουν πλέον αρκετά μεγαλύτερος και είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο χαρακτήρα μου κάποιες ευαισθησίες τις οποίες δεν είχα νεότερος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι άλλαζα γνώμη για τη χαρτοπαιξία.

Τι άλλο σας δίδαξε το καφενείο;

Τη σχέση του ανθρώπου με το χρήμα. Έβλεπα για παράδειγμα τους ναυτικούς όταν ξεμπαρκάριζαν, ήταν πάντα καλοντυμένοι, με καινούργια ρούχα, πεντακάθαροι, μύριζαν σαπούνι, ερχόταν λοιπόν στο καφενείο και κερνούσαν όλο τον κόσμο. Ήθελαν να πουν τα νέα τους, τους άρεσε να βρίσκονται στο επίκεντρο της ζωής του χωριού. Μετά όμως από ένα μήνα παραμονή, πήγαιναν οι περισσότεροι στο μπακάλικο και ψώνιζαν βερεσέ, έγραφαν τα ψώνια στο τεφτέρι και αναρωτιόμουνα «τι τα ήθελαν τόσα κουβαρνταλίκια, όλα αυτά τα κεράσματα, αφού τα λεφτά τους έφταναν μόλις για ένα μήνα τέτοιας ζωής;». Έβλεπα από την άλλη καπεταναίους που είχαν όλα τα αρχοντόσπιτα, πηγαίναμε και τους λέγαμε τα κάλαντα τα Χριστούγεννα, μας έδιναν δώρα, είχαν όλες τις ανέσεις και όταν έβγαιναν στη σύνταξη φορούσαν διαρκώς το ίδιο κοστούμι, δεν είχαν την ευχέρεια να έρχονται να πίνουν και να κερνούν καφέδες στο καφενείο. Όλα αυτά με προβλημάτισαν, με έκαναν να σκεφθώ και να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι στη ζωή πρέπει κανείς να φροντίζει τα πράγματα, έτσι ώστε να μπορεί με αυτά που κάνει να ζει ισορροπημένα, να είναι δηλαδή σε θέση να ακολουθεί τον ίδιο τρόπο ζωής, τις ίδιες συνήθειες, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και αυτό σημαίνει οικονομία, σημαίνει νοικοκυριό και κυρίως αρχές, οι οποίες όμως πρέπει να συνοδεύονται και από δύναμη χαρακτήρα.

Δηλαδή;

Δύναμη χαρακτήρα που να σε κάνει να αντιστέκεσαι στον πειρασμό του εφήμερου. Θα σας πω ένα περιστατικό, όταν υπηρετούσα στην Αθήνα στο Ναυτικό, σε ένα πλοίο στο Ναύσταθμο. Ήμουν 22 ετών, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου πού είχα βρεθεί εκτός Άνδρου. Παίρναμε λοιπόν στο Ναυτικό μιάμιση δραχμή την ημέρα, 45 το μήνα και όταν είχε 31 ημέρες ο μήνας, 46,5. Εγώ όχι μόνο ζούσα με αυτά τα χρήματα, αλλά έκανα οικονομία και είχα περίσσευμα καμιά δεκαπενταριά δραχμές το μήνα.

Καλά δεν είχατε έξοδα, πώς ζούσατε;

Στέγη και ρούχα είχαμε από το Ναυτικό. Όταν είχαμε άδεια για να βγούμε, πηγαίναμε συνήθως στον Πειραιά, δεν πληρώναν τότε οι στρατευμένοι μεταφορικά, ήταν δωρεάν, πηγαίναμε στα Ανδριώτικα καφενεία, βρίσκαμε μερικούς ξέμπαρκους ναυτικούς, μας κερνούσαν κανένα καφέ και μετά γυρνούσαμε πίσω στο βαπόρι να φάμε εκεί. Κάποιος συνάδελφος μας είχε φυλάξει το φαγητό στο σακοθέσιο, χτυπούσαμε το σακοθέσιο να φύγουν οι κατσαρίδες από μέσα και τρώγαμε ότι φαγητό υπήρχε. Ήρθε λοιπόν το καλοκαίρι ο αδελφός μου να με δει και βγάζει από την τσέπη και μου δίνει 150 δραχμές. Τον ερωτώ «Γιώργο πού βρήκες τα λεφτά, στα έδωσαν οι γονείς, ή τα πήρες από το ταμείο του καφενείου;». «Από το ταμείο», μου απαντά. «Να τα πάρεις να τα πας πίσω» του λέω. «Γιατί, δεν τα χρειάζεσαι;», με ρωτά. Και του απαντώ: «Δεν τα θέλω αδελφέ μου, όχι γιατί δεν τα χρειάζομαι, αλλά γιατί, όταν μου τελειώσουν, θα θέλω και άλλα και δεν θα έχω τον τρόπο να τα αντικαταστήσω. Για ποιο λόγο λοιπόν πρέπει να ανατρέψω και να αναστατώσω το ρυθμό της ζωής μου»; Και όπως σας προανέφερα, η ζωή μου μέχρι τότε ήταν η απλή ζωή του χωριού, μετρημένη, σύμφωνα με τα λίγα πού μας επέτρεπαν οι δυνατότητες της οικογένειάς μας.

Μας είπατε ότι βοηθούσατε στη δουλειά από μικρό παιδί. Με το σχολείο πώς τα πήγατε, είσαστε καλός μαθητής;

Τελείωσα το Γυμνάσιο. Δεν υπήρχε Λύκειο τότε. Υπήρξα σχετικά καλός μαθητής, όχι τίποτα το εξαιρετικό, πάντως δεν είχα μείνει ποτέ μεταξεταστέος. Αυτό ήταν επιτυχία υπό την έννοια ότι δεν είχαμε και πολύ χρόνο για να διαβάζουμε.

Τόση δουλειά είχε το καφενείο και το χειμώνα;

Όχι βέβαια, αλλά όταν γυρνούσαμε από το σχολείο αργά το απόγευμα, έπρεπε πρώτα να πάμε να ταΐσουμε τις κατσίκες και τα πρόβατα. Οι γονείς μας κοιμόταν νωρίς και μας έλεγαν να κάνουμε και εμείς το ίδιο και να ξυπνάμε πρωί-πρωί για να διαβάσουμε. Διαβάζαμε τελικά στο δρόμο περπατώντας για να πάμε στο σχολείο και κατά τα άλλα επαναπαυόμαστε στα όσα είχαμε ακούσει στην παράδοση την οποία παρακολουθούσαμε με μεγάλη προσοχή! Το ουσιαστικό διάβασμα το κάναμε δυο τρεις ημέρες πριν τις εξετάσεις. Όλες τις άλλες ημέρες οι ελεύθερες ώρες εκτός σχολείου ήταν ώρες δουλειάς και όχι πάντα ευχάριστες.

Γιατί το λέτε αυτό, μου είπατε ότι σας άρεσε η δουλειά.

Επειδή ορισμένες φορές όταν πήγαινε κάτι στραβά τρώγαμε και κανένα χαστούκι από τον πατέρα μου, που ήταν κάπως νευρικός. Όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο αδελφός μου παρατούσε το δίσκο και έφευγε, πήγαινε να κρυφτεί. Εγώ αντίθετα, σκούπιζα θυμάμαι τα μάτια να φύγουν τα δάκρυα και συνέχιζα τη δουλειά μου, γιατί πίστευα ότι άσχετα με το χαστούκι, ο καφές έπρεπε να πάει στο τραπέζι του πελάτη. Η δουλειά έπρεπε να γίνει, γιατί από αυτή ζούσαμε. Και αυτό το έχω ως αρχή μου μέχρι σήμερα στη ζωή. Έχεις δεν έχεις δίκιο, η δουλειά πρέπει να γίνεται, το αποτέλεσμα θα μετρήσει. Στη δουλειά δεν μετράμε το δίκιο μας, μετράμε το έργο μας και το λέω αυτό επειδή πολλές φορές χάρη σε διάφορα πείσματα και παρεξηγήσεις που είναι ανθρώπινο να συμβούν, δεν υπάρχει η αναγκαία συσπείρωση απ’ όλους για να ξεπεραστούν οι όποιες δυσκολίες και να πραγματοποιηθεί το έργο που έχεις αποφασίσει να κάνεις στη ζωή σου ή έχεις ταχθεί να κάνεις.

Με έχει αιφνιδιάσει η αφήγησή σας, τελικά αυτά που εισπράξατε από το καφενείο ήταν θησαυρός.

Δεν είναι μόνο τα όσα έτυχε να εισπράξω από το καφενείο, είναι ο ίδιος ο τόπος, ο τόπος που γεννιέται και μεγαλώνει κανείς, ειδικά τα μικρά χωριά σαν και αυτό πού γεννήθηκα και μεγάλωσα. Σε βοηθάει, γιατί όταν βρίσκεσαι μακριά, όπως εγώ βρέθηκα στη θάλασσα, το μυαλό σου είναι διαρκώς εκεί πίσω, διερωτάσαι τι να κάνουν οι δικοί σου, οι φίλοι σου, τι να γίνεται άραγε εκεί σε μια μέρα γιορτής ή επετείου. Δεν βρίσκεσαι λοιπόν νοερά μόνο στο σπίτι σου, βρίσκεσαι παντού. Γι’ αυτό όταν ξεκινάς τη διαδρομή σου για να φτάσεις κάπου, δεν προσπαθείς μόνο για τον εαυτό σου, το κάνεις και για τους γονείς σου αλλά και για τον τόπο σου. Διότι γνωρίζεις ότι η δική σου ανάδειξη θα προσδώσει κύρος και στους δικούς σου ανθρώπους αλλά και στον τόπο στον οποίο γεννήθηκες και μεγάλωσες. Όταν λοιπόν τα πιστεύεις αυτά και πετυχαίνεις και πλησιάζεις στην ολοκλήρωση του κύκλου της ενεργού ζωής σου, τότε γυρίζεις πάλι πίσω στο χωριό σου. Πρέπει να γυρίσεις, για να επιστρέψεις όλα αυτά πού σου έδωσε και σε βοήθησαν να αναδειχθείς, χωρίς ίσως να το έχεις αντιληφθεί. Πιστέψτε με, είναι εκπληκτικό το συναίσθημα να γυρίζεις πίσω στο χωριό σου και να ακούς να σε φωνάζουν Γιάννη. Να μη σε αποκαλούν ούτε κύριο, ούτε καπετάνιο. Να ακούς αυτό που σε φώναζαν όταν ήσουν μικρός. Να είσαι ξανά ένα με τη γη και με τον κόσμο.

Είναι φαίνεται η ανάγκη της επιστροφής του καθενός στην Ιθάκη του, πολύ έντονο πράγματι συναίσθημα για εμάς τους Έλληνες, ιδιαίτερα πιστεύω για τους νησιώτες και τους ναυτικούς. Αλήθεια όμως, πώς γίνατε εσείς ναυτικός, τι σας ώθησε στη θάλασσα;

Θα σας πω κατ’ αρχάς ότι η επιθυμία του πατέρα μου ήταν να μείνει τουλάχιστον ένα από τα παιδιά του στο χωριό μια και υπήρχε η δουλειά στο καφενείο, υπήρχαν και κάτι κτήματα και ζώα, αλλά δεν έμεινε κανείς από τους δυο μας. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο το 1943, ενώ διαρκούσε ο πόλεμος, έκανα σκέψεις να γίνω γεωπόνος. Μου άρεσε η γη, τα ζώα, αγαπούσα τη ζωή της υπαίθρου. Ωστόσο τα χρήματα που μπορούσε να διαθέσει η οικογένειά μου δεν έφταναν για τις σπουδές ενός παιδιού στην Αθήνα. Από την άλλη πλευρά σκέφθηκα ότι εάν χρειαζόταν να πουλήσει ο πατέρας μου κάποια κτήματα για να σπουδάσω γεωπόνος, όταν έπαιρνα το πτυχίο μου θα διοριζόμουν κάπου και θα έπαιρνα ένα μισθό με τον οποίο όμως θα ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αναπληρώσω τα κτήματα που θα είχαν εκποιηθεί για τις σπουδές μου. Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, η θάλασσα παρουσιάστηκε ξαφνικά μονόδρομος στη ζωή μου, μια και γνώριζα ότι από τη στιγμή πού μπαίνεις σε ένα καράβι και αρχίζει να τρέχει ο μισθός, μπορείς να ελπίζεις ότι με τις προσπάθειες που θα καταβάλλεις, θα έχεις ευκαιρίες για κάτι καλύτερο.

Υποθέτω πάντως ότι σας επηρέασε και το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια είχατε γνωρίσει οικογένειες του ναυτιλιακού χώρου, που είχαν ξεκινήσει από το μηδέν και είχαν αξιωθεί να αποκτήσουν πλοία και να δημιουργήσουν εταιρείες.

Αναντίρρητα ναι, αυτά τα γνώριζα. Ωστόσο, όπως σας προανέφερα, δεν ήταν η πρώτη επιλογή μου, υπήρξε η εκ των πραγμάτων αναγκαστική λύση. Έτσι, αφού ολοκλήρωσα τη θητεία μου στο Ναυτικό, επέστρεψα στο χωριό μου και λίγο αργότερα μπαρκάρισα στο πρώτο μου βαπόρι, το υπερωκεάνειο «Neptunia» της Greek Line στις 12 Οκτωβρίου 1949.

Με τι ειδικότητα;

Ως τζόβενο. Οι μοναδικές μου γνώσεις ήταν από τη θητεία μου στο Ναυτικό. Είχα κάνει σηματωρός, ήμουν καλός, είχα βγει δεύτερος και είχα επίσης κάνει σηματονόμος στο αντιτορπιλικό. Στο «Neptunia» καπετάνιος ήταν ο Γιάννης ο Πολέμης, συγχωριανός μου από τα Απατούρια και άλλοι γνωστοί μου Ανδριώτες. Ήμουν ένας από τους 18 ανειδίκευτους τους οποίους κάλεσαν για να τους αναθέσουν συγκεκριμένα καθήκοντα. Αρχικά μου ζήτησαν να πάω στις κουζίνες, αλλά εγώ αρνήθηκα. Με ρώτησαν γιατί και απάντησα «Έχω τελειώσει το Γυμνάσιο, έχω υπηρετήσει και σηματωρός σε αντιτορπιλικό, πιστεύω λοιπόν ότι μπορώ να αποδώσω καλύτερα στην κουβέρτα». Δεν έφεραν αντίρρηση και έτσι ξεκίνησε η σταδιοδρομία μου στη θάλασσα, ταξιδεύοντας με το Neptunia από τον Πειραιά στην Αμερική.

Στα πλοία τότε υπήρχαν πολλοί γνωστοί, συντοπίτες, υπήρχε ένα είδος οικογενειακής ατμόσφαιρας. Αυτό βοηθούσε στην εξέλιξη ενός νέου, έτσι δεν είναι;

Βεβαίως, υπό την προϋπόθεση ότι ήσουν αποφασισμένος να εργαστείς σκληρά. Στο «Neptunia», για παράδειγμα, είχαμε έναν καλό ύπαρχο, τον Γεωργίου, ο οποίος βλέποντάς με πρόθυμο, με έπαιρνε μαζί του σε γυμνάσια λέμβων στις επιθεωρήσεις που έκανε στο πλοίο για να κρατώ σημειώσεις των παρατηρήσεών του. Πήρα λοιπόν σχετικά νωρίς την σφαιρική εικόνα της λειτουργίας ενός πλοίου. Μετά από λίγο διάστημα μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να μάθω τιμόνι, αλλά δεν ήταν εύκολο να το κάνω.

Γιατί, τι σας εμπόδιζε;

Επειδή δεν διέθετα στολή. Οι ναύτες στο τιμόνι των υπερωκεανείων έπρεπε να είναι ντυμένοι με τη στολή, να φορούν μπλούζα με κεντημένο το όνομα του πλοίου, καθότι την γέφυρα επισκέπτοντο επιβάτες και έπρεπε όλα να είναι περιποιημένα και εντάξει. Αναγκάστηκα λοιπόν να εκπαιδευτώ στο τιμόνι ανεβαίνοντας στη γέφυρα μετά τις δύο το πρωί, οπότε δεν υπήρχαν επιβάτες, και έτσι έμαθα τιμόνι. Έμαθα δε απ’ ό,τι φαίνεται καλά, διότι στο γυρισμό μετά από το πρώτο ταξίδι από τη Νέα Υόρκη στη Napoli, έφυγαν οι Ιταλοί ναύτες που είχαμε και έβαλαν εμένα τιμονιέρη και μάλιστα έβαλα και το πλοίο μέσα στο λιμάνι του Πειραιά. Αυτό ήταν μπορώ να πω και η πρώτη μου επαγγελματική κατάκτηση, η οποία μου έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση αλλά και απετέλεσε επιπρόσθετα κίνητρο για να εντείνω ακόμα περισσότερο τις προσπάθειές μου.

Πόσο καιρό παραμείνατε στο «Neptunia»;

Έμεινα δύο χρόνια και δύο μήνες και θα είχα μείνει περισσότερο, γιατί χρειαζόμαστε τότε πολύ τον χρόνο υπηρεσίας για να μπορέσουμε να πάρουμε δίπλωμα. Επειδή δε εγώ άργησα λόγω του πολέμου να πάω στη θάλασσα -πήγα στα 24 μου χρόνια ενώ άλλοι πηγαίναν στα 18- έπρεπε να κερδίσω τον χαμένο χρόνο. Κάτι όμως δεν μου πήγαινε καλά. Άρχισα να στενοχωριέμαι και γι’ αυτό το λόγο έφυγα από το υπερωκεάνειο.

Ποιός ήταν ο λόγος;

Έπιασα μια δυο φορές τον εαυτό μου να κοιτώ το ρολόι μου στη βάρδια, εάν δηλαδή πλησιάζει η ώρα για να σχολάσω. Φυσιολογικό βέβαια, γιατί όλοι οι εργαζόμενοι το κάνουν. Όμως εμένα μου κακοφάνηκε, γιατί σκέφτηκα ότι εάν στα 26 μου χρόνια κοιτώ την ώρα για να δω πότε θα σχολάσω, τότε έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την περαιτέρω εξέλιξή μου. Η δουλειά αρχίζει να μου φαίνεται ρουτίνα και αυτό σημαίνει ότι από εδώ και πέρα δεν υπάρχει μέσα μου το κίνητρο να μάθω περισσότερα και επομένως δεν θα μπορέσω να κάνω πολλά περισσότερα στη ζωή μου. Κάθισα λοιπόν και έγραψα ένα γράμμα στο γραφείο του Γουλανδρή, ζητώντας να με αντικαταστήσουν και να με στείλουν σε φορτηγό. Πράγματι, στο επόμενο ταξίδι που φτάσαμε στην Ευρώπη, έστειλαν γράμμα στον πλοίαρχο να με απολύσουν στο Southampton και να με στείλουν σε ένα φορτηγό της Εταιρείας.

Πώς το πήραν αυτό στο «Neptunia»;

Ο μεν πλοίαρχος με ρώτησε το γιατί. Του ανέπτυξα τον προβληματισμό μου και θέλησε απλά να με προειδοποιήσει ότι στο φορτηγό τα πράγματα είναι διαφορετικά. «Πρόσεχε» μου λέει, «εκεί έχει μπουκαπόρτες, έχει μετζανιά, έχει μουσαμάδες, είναι πολύ σκληρή η δουλειά». Του απαντώ: «Το δέχομαι, και γι’ αυτό θέλω να πάω, επειδή εάν δεν την κάνω τη σκληρή δουλειά σ’ αυτή την ηλικία, πότε θα την κάνω;» Δεν έφερε αντίρρηση. Μου ευχήθηκε, τον ευχαρίστησα και τον αποχαιρέτισα. Αντίθετα ο ύπαρχος δεν ήθελε ούτε να με δει όταν επεδίωξα να τον χαιρετήσω και όταν φεύγοντας τον συνάντησα τυχαία στο διάδρομο, του λέω: «Κύριε ύπαρχε, σας έψαχνα για να σας αποχαιρετήσω». Και μου απαντά: «Δεν χρειάζεται, στο επόμενο ταξίδι, θα είσαι πάλι εδώ». Αισθάνθηκα ομολογώ περίεργα. Από τη μια ικανοποίηση επειδή αυτό έδειχνε ότι με χρειάζεται, από την άλλη όμως με στενοχώρησε που δεν μπορούσε να κατανοήσει τους λόγους πού με είχαν αναγκάσει να ζητήσω την αντικατάστασή μου.

Σε ποιό πλοίο συνεχίσατε τη σταδιοδρομία σας;

Σε ένα καναδέζικο Liberty, το «Eagle». Εκεί μπαρκάρισα ναύτης την 1η Δεκεμβρίου του 1951 και ξεμπαρκάρισα τον Φεβρουάριο του 1954 για να πάω να δώσω εξετάσεις.

Με εντυπωσιάζουν δύο πράγματα. Θυμάστε αφενός ακόμα και τις ημερομηνίες που μπαρκάρατε και αφετέρου ότι το πρώτο σας μπάρκο ουσιαστικά διήρκεσε 4,5 ολόκληρα χρόνια μια και από το «Neptunia» πήγατε κατευθείαν στο «Eagle».

Ακριβώς. Θυμάμαι το «Eagle» ακόμα με ιδιαίτερη συγκίνηση. Είχα κάνει εκεί σταδιακά τον ναύτη, τον ανθυποπλοίαρχο και τον υποπλοίαρχο χωρίς δίπλωμα (!) και μπαρκάρισα πάλι αμέσως μετά τις εξετάσεις, έχοντας πλέον το δίπλωμα ανθυποπλοιάρχου. Πήρα τότε το βαπόρι στο Port Said και μόλις ανέβηκα στη γέφυρα έκανα το σταυρό μου και λέω: «Γιάννη, από τώρα αρχίζει η επίσημη καριέρα σου στη θάλασσα, τώρα είσαι επιτέλους αξιωματικός». Ανέλαβα λοιπόν καθήκοντα υποπλοιάρχου. Τότε ήταν η εποχή που είχε ξεσπάσει ο πόλεμος της Κορέας. Ερχόμαστε στην Ευρώπη με φορτίο κάρβουνο ή με στάρι, αλλάζαμε πλήρωμα. Με το πού φτάναμε όμως στην Αμερική πολλοί το έσκαγαν και πήγαιναν σε Αμερικάνικα πλοία ή σε άλλα πού ταξίδευαν για την Κορέα και εμείς μέναμε με skeleton crew!

Γιατί γινόταν αυτό;

Γιατί έβγαζαν περισσότερα χρήματα. Στα δικά μας πλοία, που δεν έκαναν αυτά τα ταξίδια, τα μισθολόγια ήταν κατώτερα. Υπήρχε και τότε μεγάλη ανάγκη πληρωμάτων, οι ρυθμοί ανάπτυξης της ναυτιλίας ήταν μεγαλύτεροι από τους σημερινούς και δεν υπήρχαν αρκετά πληρώματα για τα ελληνικά πλοία. Μιλώ για Έλληνες ναυτικούς βέβαια, γιατί δεν παίρναμε τότε άλλους εκτός από Έλληνες. Τα δε πλοία είχαν εκείνη την εποχή πολύ κόσμο, 35 με 45 άτομα πλήρωμα. Αυτή η κατάσταση με έκανε βέβαια σταδιακά να αγανακτήσω. Τα πλοία είχαν πάρα πολύ δουλειά και δεν υπήρχαν χέρια για να την κάνουμε σωστά, με αποτέλεσμα μια μέρα να συμπεριφερθώ κάπως βίαια σε ένα ναύτη του πλοίου, που ήταν αδιάφορος στη δουλειά του. Την άλλη μέρα που είχα ηρεμήσει, έρχεται στο δωμάτιό μου ο λοστρόμος και μου λέει: «Καπετάν Γιάννη είσαι νέος, έχεις μεγάλη αξία, αλλά εάν συνεχίσεις να εκνευρίζεσαι έτσι, στο τέλος θα πας φυλακή, η δική μου συμβουλή, ως μεγαλύτερος, είναι να πας σε άλλου είδους βαπόρι». Ομολογώ ότι με ταρακούνησαν τα λόγια του, κάθισα και σκέφθηκα πολύ και τελικά έγραψα στην Εταιρεία και ζήτησα να πάω σε γκαζάδικο, όπου εκεί τα μηχανήματα κάνουν κυρίως δουλειά, δεν έχεις τόσο ανάγκη από εργατικά χέρια όπως στα φορτηγά . Στα γκαζάδικα χρειάζεται πειθαρχία. Έτσι πήγα υποπλοίαρχος στο «Marietta», ένα από τα πρώτα δεξαμενόπλοια που κατασκεύαζε τότε -το 1956- η N.J. Goulandris στην Ιαπωνία. Από εκεί και πέρα, όλη μου η υπόλοιπη διαδρομή στη θάλασσα πραγματοποιήθηκε με δεξαμενόπλοια.

Αναφερθήκατε προηγουμένως επικριτικά στο φαινόμενο της εγκατάλειψης των πλοίων από ναυτικούς που επεδίωκαν κάτι καλύτερο στις απολαβές τους. Δεν είναι όμως θεμιτό να ζητά ο εργαζόμενος τη βελτίωση των αποδοχών του;

Θα σας απαντήσω ως εξής. Όταν έρχονται σήμερα οι νέοι να πιάσουν δουλειά, ερωτούν, τι χρήματα θα πάρουν, πόσες ώρες θα εργάζονται και πόση άδεια έχουν. Κανείς δεν ρωτά τι θα μάθει. Κανείς δεν σκέφτεται ότι ορισμένες φορές προτιμότερο είναι να μαθαίνεις παρά να πληρώνεσαι, διότι η γνώση είναι τελικά αυτή πού θα σου δώσει τη δυνατότητα να βγάζεις πάντα χρήματα. Αυτό συνέβαινε και στα χρόνια τα δικά μου, αλλά πολύ περισσότερο σήμερα. Εγώ ποτέ στη ζωή μου δεν ζήτησα να πάρω κάποιο μισθό. Έλεγα: «Το τι πρέπει να πάρω το γνωρίζετε ‘σείς και δεν χρειάζεται να τα πω εγώ». Ποτέ δεν θεώρησα το εαυτό μου αδικημένο όσον αφορά τις απολαβές μου και ουδέποτε αντέδρασα αρνητικά ακούγοντας τον μισθό που μου προσφέρετο. Για να είμαι ειλικρινής, δεν επεδίωξα να εμβαθύνω στον τομέα αυτό, φοβούμενος ότι ίσως κάτι με στενοχωρήσει. Από την άλλη πλευρά έβλεπα πώς με αντιμετώπιζε η εταιρεία, πόσο με υπολόγιζε και δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να πέσει στην παγίδα του πειρασμού για ένα καλύτερο μισθό. Με ικανοποιούσε απόλυτα το γεγονός ότι απολάμβανα της εμπιστοσύνης των εργοδοτών μου, παρελάμβανα το ένα νεότευκτο μετά το άλλο. Γι’ αυτό το λόγο, πιστεύω, πάντοτε ευτύχησα να ανεβαίνω διαρκώς τα σκαλιά της ιεραρχίας και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η συμπεριφορά μου εξωτερίκευε την προτεραιότητα πού έδινα στη δουλειά, να γίνει σωστά η δουλειά.

Μετά το «Marietta» υπηρετήσατε πλέον μόνο σε νεότευκτα; Όλες σας οι πλοιαρχίες ήταν σε νεότευκτα;

Όχι, όταν επρόκειτο να αναλάβω για πρώτη φορά πλοίαρχος, μου έδωσαν τη δυνατότητα να πάω σε καινούργιο πλοίο, αλλά εγώ αρνήθηκα λέγοντας, «δεν είναι για μένα ακόμα ένα τέτοιο βαπόρι, θα σας πω εγώ πότε θα είμαι έτοιμος». Με έστειλαν λοιπόν σε ένα δεξαμενόπλοιο 28.000 τόνων, το «Militos», του 1949. Πήγα εκεί και φαίνεται ότι ήταν ευχαριστημένοι από την απόδοσή μου, γιατί μετά πλέον με έστελναν μόνο σε νεότευκτα. Αυτό με ικανοποιούσε, γιατί δεν ήμουν μόνο εγώ ευχαριστημένος από αυτό πού έκανα, αλλά ήταν και οι άλλοι ευχαριστημένοι μαζί μου. Παράλληλα εργαζόμουν σε ένα περιβάλλον όπου μάθαινα πάντοτε κάτι καινούργιο. Γιατί, ξέρετε, επιτυχία τελικά στη ζωή είναι η διαρκής απόκτηση γνώσης. Αυτή σε κάνει να ξεχωρίζεις και είναι από τα πράγματα πού δεν αγοράζονται με χρήματα. Όταν λοιπόν υπάρχουν αυτά τα δεδομένα, μετράς εάν παίρνεις πέντε ή δέκα δραχμές περισσότερο ή λιγότερο;

Μου δίνετε την εντύπωση ότι από την εποχή του καφενείου βρισκόσαστε σε μια διαρκή αναζήτηση γνώσης.

Κατά κάποιο τρόπο ναι. Ήθελα να μαθαίνω, γιατί είχα φιλοδοξίες, ήθελα να κάνω κάτι περισσότερο. Πώς αλλιώς λοιπόν θα το πετύχαινα; Θυμάμαι από την εποχή που ήμουν υποπλοίαρχος, στις επισκευές των πλοίων πήγαινα διαρκώς μαζί με τον αρχιμηχανικό, είτε είχαμε επισκευές στη μηχανή είτε στην κουβέρτα. Με αυτό τον τρόπο μάθαινα τους μηχανισμούς της δουλειάς, πέρα από τη διακυβέρνηση του πλοίου. Αυτό δε, προτού διανοηθώ ότι θα γινόμουν κάποτε εφοπλιστής, αυτό δεν υπήρχε καν στο μυαλό μου, αλλά πίστευα ότι θα με ωφελήσει να γνωρίζω όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα σχετικά με τη λειτουργία και την εκμετάλλευση ενός πλοίου. Σημειώστε δε, ότι πέρα από τα καθήκοντά μου στην κουβέρτα, όταν ήμουν υποπλοίαρχος, επεδίωκα να συναναστρέφομαι στο πλοίο κυρίως με τους μηχανικούς. Από εκείνους μάθαινα πόσην ώρα χρειάζεται να βγει ένα έμβολο, πώς αντιμετωπίζεται ένα πρόβλημα μηχανικής φύσεως και άλλα που με ενδιέφερε ζωηρά να τα μάθω. Έτσι απέκτησα πολλές γνώσεις γύρω από το μηχανοστάσιο, οι οποίες βέβαια πολλαπλασιάστηκαν, όταν αργότερα εργάστηκα στο Νεώριο της Σύρου.

Θα πρέπει να ήταν τυχεροί οι πλοίαρχοι που σας είχαν υποπλοίαρχο. Ένας καλός υποπλοίαρχος βοηθά πολύ τον καπετάνιο στο έργο του, έτσι δεν είναι;

Ασφαλώς, έτσι είναι. Πιστεύω ότι υπήρξα από τους καλούς υποπλοίαρχους. Ήμουν καλός ναυτίλος, ήμουν γνώστης των φορτίων και γνώστης της διοίκησης του πλοίου. Δεν επέτρεπα να φτάσει στον πλοίαρχο πρόβλημα, αισθανόμουν ότι η θέση μου, η θέση του υποπλοιάρχου, με υποχρέωνε να δώσω εγώ τις λύσεις σε ορισμένα προβλήματα, ειδικά στα θέματα που αφορούσαν τα μέλη του πληρώματος. Όπως και ως πλοίαρχος, δεν επέτρεψα ποτέ να έρθουν να μου κάνουν παράπονα μέλη του πληρώματος για θέματα έξτρα αμοιβών ή μισθολογικά γενικώς. Αυτό διότι γνώριζα καλά τη δουλειά που έκανε ο καθένας, πόσην ώρα και πόσο κόπο χρειάζεται κανείς για να κάνει την άλφα ή τη βήτα δουλειά στο πλοίο και επομένως όσα ήταν δίκαιο να πάρει ο καθένας τα έπαιρνε, έστω και εάν ορισμένες φορές αναγκαζόμουνα να υπερβώ αυτά που όριζαν οι συμβάσεις. Εμένα με ενδιέφερε πρωτίστως να γίνει η δουλειά και να γίνει σωστά. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο στο τέλος. Και για να το πετύχεις αυτό πρέπει να είσαι έντιμος και δίκαιος απέναντι στους ανθρώπους πού σε βοηθούν να επιτελέσεις το έργο που αναλαμβάνεις.

Ήσαστε πάντως αρκετά αυστηρός με τον κόσμο στα πλοία.

Ήμουν προσεκτικός. Έδινα φερ’ ειπείν μεγάλη προσοχή σε θέματα ασφάλειας για την αποφυγή πυρκαγιάς κλπ., σε μεγαλύτερο βαθμό θα έλεγα από όσο συμβαίνει σήμερα που υπάρχουν πολλοί αυστηροί κανονισμοί. Ο λόγος ήταν απλός. Όταν εμείς αναλάβαμε τα γκαζάδικα – γιατί η γενιά η δική μου πρωτοπαρέλαβε γκαζάδικα στην ελληνική ναυτιλία – δεν είχαμε αρκετές γνώσεις γύρω από αυτά τα πλοία και γι’ αυτό προσέχαμε ιδιαίτερα. Προσέχαμε και ρωτούσαμε, σε βαθμό πού αυτό φαινόταν πολλές φορές υπερβολή. Θα σας εξιστορήσω δε και ένα περιστατικό της εποχής. Τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια υπήρχαν στα πλοία αρκετά προβλήματα με τη διατροφή, δεν ήταν όπως σήμερα. Υπήρχε μια τάση από πολλούς καπεταναίους να είναι πολύ σφιχτοί στο θέμα αυτό για λόγους οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι γενικά αντιμετώπιζαν την υπόθεση της διατροφής διαφορετικά από σήμερα προερχόμενοι από την πείνα και τις στερήσεις της κατοχής. Τότε λοιπόν το βράδυ στη βάρδια 12-4 ο σκάπουλος πήγαινε και μαγείρευε ομελέτα με αυγά στη ρεσπέντζα, όπως τα φτιάχνουμε στην Άνδρο. Ήταν ένα ιδιαίτερα δημοφιλές φαγητό, αλλά πολλές φορές ξεχνούσε το μάτι ανοιχτό, άφηνε και καμιά πετσέτα εκεί κοντά και υπήρχε κίνδυνος πυρκαγιάς. Εγώ λοιπόν το απαγόρευσα αυτό, όταν υπηρετούσα ως υποπλοίαρχος στο δεξαμενόπλοιο «Violanda». Κάποτε ξεμπαρκάρισα και μετά λίγους μήνες έτυχε να γυρίσω πάλι ως υποπλοίαρχος στο ίδιο πλοίο. Λίγο πριν περάσου- με το Port Said, πηγαίνοντας για τον Περσικό, τρεις δόκιμοι με τους οποίους γνωριζόμουνα από πριν, οι οποίοι πληροφορήθηκαν από τον καμαρώτο ότι απαγόρευσα πάλι – ο προηγούμενος υποπλοίαρχος το είχε προφανώς επιτρέψει – τα ηλεκτρικά μάτια στη ρεσπέντζα, ήλθαν και με βρήκαν ρωτώντας γιατί το είχα κάνει. «Ακούστε», τους λέω. «Εάν το επιτρέψω, σημαίνει ότι ο λόγος για τον οποίο το απαγόρευσα την προηγούμενη φορά που ήμουν στο πλοίο εξέλιπε. Δεν εξέλιπε όμως, παραμένει ακριβώς ο ίδιος και είναι συγκεκριμένος. Φοβάμαι τη φωτιά». «Τότε εμείς», μου λένε, «θα φύγουμε από το βαπόρι» προσβλέποντας ότι θα υποχωρήσω, δεν ήμουν στο κάτω κάτω ο πλοίαρχος, υποπλοίαρχος ήμουν. «Παιδιά» τους λέω, «εάν με πείραζε να φύγετε, θα απαγόρευα τη χρήση ηλεκτρικών ματιών, αφού περνούσαμε το Suez, οπότε δεν θα μπορούσατε να κάνετε τίποτα. Ελάτε σε λίγο με τις παραιτήσεις σας στο γραφείο μου». Αυτό βέβαια τελικά δεν έγινε. Ίσως θα πείτε ήμουν σκληρός, αλλά η θάλασσα δεν επιτρέπει παιχνίδια, χρειάζεται αρχές και πειθαρχία για να ταξιδεύεις με ασφάλεια, ειδικά στα γκαζάδικα. Ένας οποιοσδήποτε συμβιβασμός θα φέρει και άλλο συμβιβασμό και από εκεί και πέρα χάνεται ο έλεγχος.

Δεν σας στενοχωρούσε όμως να είστε τόσο απόλυτος, σκληρός θα έλεγα, ακόμα και με το εαυτό σας;

Όχι, γιατί ήταν κάτι που το είχα επιβάλλει στον εαυτό μου, έπρεπε να το κάνω. Δεν θα σας αποκρύψω όμως ένα περιστατικό που συνέβη κάποτε και με συγκλόνισε, το θυμάμαι σαν να είναι σήμερα και θα το θυμάμαι όσο ζω.

Θέλετε να μας το πείτε;

Είχαμε φορτώσει από το San Francisco με το «Violanda» 6-7 διαφορετικά φορτία πετρελαίου με προορισμό την Ιαπωνία. Αμέσως δε μετά την εκφόρτωση επρόκειτο να πάμε για επισκευή. Είχαμε αρκετές ζημιές στα καλοριφέρ του φορτίου, παρότι το πλοίο ήταν μόλις ενός έτους, ήταν σιδερένια τα καλοριφέρ και είχαν φθορές, αλλά ευτυχώς είχαμε καλό pumpman, τον μπάρμπα Χρήστο, άριστο επαγγελματία. Ταυτόχρονα με την εκφόρτωση, μόλις τελείωνε ένα αμπάρι το πλέναμε για να είμαστε έτοιμοι για την επισκευή. Εγώ είχα υιοθετήσει μια αρχή, να λειτουργούν τα cargo pumps από κάτω, από το pump room, καθώς και τα stripping pumps που αποστραγγίζουν τις δεξαμενές, γιατί εάν τα λειτουργείς από πάνω δεν μπορείς να τα ρυθμίσεις και χτυπούν πολύ, μπορεί να σου χαλάσουν και δεν τραβούν καλά και το πετρέλαιο. Έδινα μεγάλη βαρύτητα σ’ αυτό το θέμα. Είμαστε λοιπόν επτά ή οκτώ ημέρες στο πόδι με αρκετές ζημιές, με προβλήματα, ωστόσο όλα ξεπεράστηκαν, η δουλειά έγινε, πλύθηκαν όλα τα αμπάρια, είχαμε πάρει όλα τα σχετικά πιστοποιητικά και είχαν μείνει κάτι λίγα νερά. Όπως λοιπόν περπατούσα στην κουβέρτα προς την πρύμνη, ακούω τα μηχανήματα να δουλεύουν πολύ γρήγορα και τον μπάρμπα Χρήστο να βγαίνει από το pump room. Του έβαλα λοιπόν τις φωνές, του μίλησα έντονα και πολύ απότομα, αυτός με κοιτούσε απαθής και όταν τελείωσα παίρνει ένα πολύ φιλοσοφημένο ύφος, με κοιτά με διαπεραστικό βλέμμα και μου λέει: «Βρε καπτα-Γιάννη, περάσαμε τόσες ημέρες δουλεύοντας μαζί, είχαμε τόσα προβλήματα, ετούτο, εκείνο, το άλλο, τα ξεπεράσαμε χωρίς να υψωθεί η φωνή κανενός, σαν να μην συνέβη τίποτα και τώρα, που τελειώσαν όλα, φωνάζεις για αυτό το ασήμαντο πράγμα; Τι να σου πω, αν ήσουν ήλιος, δεν θα βγαίνεις για να μην ζεστάνεις τον κόσμο!». Ομολογώ, σοκαρίστηκα, έπεσε κεραμίδα στο κεφάλι μου! «Μπάρμπα Χρήστο», του λέω, «όλα αυτά που λες είναι σωστά και έχεις απόλυτο δίκιο, περάσαμε πράγματι πολλά αυτές τις ημέρες, αλλά από σήμερα πού όλα έχουν έρθει πάλι στη φυσιολογική τους ροή, η πειθαρχία εγκαθίσταται και πάλι, στη δουλειά μας δεν επιτρέπονται οι συμβιβασμοί». Ήταν πάντως πολύ μεγάλο το σοκ που δοκίμασα, δεν θα ξεχάσω τα λόγια του όσο ζω. Όμως, είχα υποχρέωση, για την ασφάλεια του πλοίου και των ανθρώπων που ταξίδευαν, για την ομαλή λειτουργία του πλοίου, να ακολουθώ κατά γράμμα αυτά που η μέχρι τότε εμπειρία στη δουλειά μου είχε διδάξει. Τις αρχές τις οποίες υιοθετούσα, πάντοτε μετά από πολύ σκέψη. Δεν έπαιρνα ποτέ αποφάσεις εν θερμώ.

Δηλαδή;

Όλη μας η ζωή είναι γεμάτη προκλήσεις και δυσκολίες. Εάν επιχειρήσουμε να τις αντιμετωπίσουμε εν θερμώ, κινδυνεύουμε να κάνουμε λάθη, σοβαρά λάθη. Θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό που συνέβη όταν ήμουν υποπλοίαρχος στο «Marietta» με καπετάνιο τον Ραΐση. Από την Άνδρο και αυτός, ένας από τους καλύτερους πιστεύω πλοιάρχους που είχε η ναυτιλία. Και καλός ναυτίλος και γνώστης του πλοίου. Πολύ σκληρός όμως. Κάναμε λοιπόν ταξίδια, Καναδά-Βενεζουέλα, γρήγορα ταξίδια, δύσκολα ταξίδια, συνεχείς φορτοεκφορτώσεις, μέρα νύχτα δεν στεκόμαστε λεπτό, είμαστε διαρκώς στο πόδι. Ότι και να κάναμε όμως, ο πλοίαρχος δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένος. Έκανες κάτι, το ήθελε αλλιώς. Το έκανες διαφορετικά, πάλι δεν του άρεσε. Η δουλειά βέβαια γινόταν, είχαμε φτάσει να ξεφορτώνουμε σε 17 ώρες από 30, αλλά εκείνος έβρισκε τον τρόπο να μας προσγειώνει στην πραγματικότητα λέγοντάς μας ότι δεν ήταν πιά και τόσο σπουδαίο αυτό που κάναμε, η δουλειά μας ήταν στο κάτω κάτω. Ένα βράδυ λοιπόν με θαλασσοταραχή με πήρε η θάλασσα στην κουβέρτα και αυτό ξεχείλισε το ποτήρι, γύρισα αγανακτισμένος στη καμπίνα μου, αποφασισμένος να τα παρατήσω και να δηλώσω παραίτηση στο επόμενο λιμάνι. Μόλις όμως κάθισα λίγο, ηρέμησα και το σκέφτηκα, έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα με τι δικαιολογία θα ζητήσω να φύγω. Θα πήγαινα πίσω στο χωριό μου και τι θα έλεγα, ότι ο καπετάνιος είναι έτσι και αλλιώς και ότι δεν εφέρετο καλά; Ποιός θα με πίστευε, ο συγκεκριμένος καπετάνιος ήταν όπως σας είπα από τους καλύτερους, καταξιωμένος, εγώ ποιος ήμουνα στο κάτω κάτω που θα τον έβγαζα σκάρτο; Ίσως θα μπορούσα να επικαλεσθώ ότι έφυγα επειδή τα ταξίδια ήταν δύσκολα, σχεδόν εξοντωτικά, αλλά και αυτό τι θα αποδείκνυε; Μήπως δεν έκαναν και άλλα βαπόρια ανάλογα δρομολόγια; Και στο τέλος, εάν κάποτε γινόμουν πλοίαρχος, θα διάλεγα άραγε εγώ τα ταξίδια πού θα έκανα; Από την άλλη πλευρά, κάνοντας την αυτοκριτική μου, διεπίστωνα ότι ναι μεν ο πλοίαρχος ήταν πολλές φορές σκληρός μαζί μου, αλλά με είχε παράλληλα διδάξει ένα σωρό πράγματα, μου είχε αφήσει αρκετές ελευθερίες, όλα αυτά ήταν εφόδια για μένα, για τη δική μου καριέρα. Αποτέλεσμα αυτής της νηφάλιας θεώρησης της όλης κατάστασης ήταν να ξεπεράσω την επιθυμία μου να ζητήσω την αντικατάστασή μου. Λίγες ημέρες μετά, φτάναμε στη Νέα Υόρκη, όπου ήταν τα γραφεία των Γουλανδρήδων, οι οποίοι επισκέφθηκαν το πλοίο και εξέφρασαν παρουσία μου στον πλοίαρχο την πλήρη ικανοποίησή τους για την απόδοση του πλοίου στη διάρκεια των ταξιδιών που προανέφερα. Φαντασθείτε την έκπληξή μου όταν άκουσα τον καπετάνιο μου να τους απαντά λέγοντας, ότι όλα όσα έγιναν οφείλονται κυρίως στις προσπάθειες του υποπλοιάρχου, του καπετάν Γιάννη, εμένα δηλαδή. Και παράλληλα τους είπε ότι με έχει περάσει από πολλά δύσκολα τεστ και ότι αντέχω σ’ όλα. Αυτή η αναφορά ήταν για μένα όχι μόνο η αναγνώριση των προσπαθειών που είχα καταβάλει αλλά και η ουσιαστικότερη σύσταση στους ανθρώπους που έμελλε να είναι οι εργοδότες μου σε όλη τη διάρκεια της θαλασσινής μου σταδιοδρομίας. Ήταν όμως κυρίως ένα σπουδαίο μάθημα που μου αποδείκνυε ότι αξίζει να υπομένεις και να μη βιάζεσαι να λαμβάνεις τις αποφάσεις σου. Αν είχα χάσει την ψυχραιμία μου, εάν είχα ενεργήσει εν θερμώ, ίσως η ζωή μου ολόκληρη να είχε διαφορετική εξέλιξη.

Αυτό το περιστατικό αξίζει να το διαβάσουν πολλοί, κυρίως οι νέοι που είναι σήμερα ιδιαίτερα ανυπόμονοι.

Εγώ πολλές φορές όταν μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω στα νέα παιδιά που εργάζονται στα πλοία μας τους λέω ότι κάθε ημέρα την οποία θεωρούν εύκολη, είναι μια χαμένη ημέρα. Οι ημέρες που αξίζουν είναι οι δύσκολες ημέρες, στις δύσκολες μαθαίνεις. Οι νέοι πρέπει να έχουν σκοπό τη μάθηση, όταν άλλοι έχουν την ευθύνη. Τότε μπορείς να μάθεις, όταν έχεις πλέον εσύ την ευθύνη είναι αργά, εκεί πλέον είσαι υποχρεωμένος να δίνεις καθημερινά εξετάσεις. Όταν λοιπόν χάνεις το χρόνο σου, χάνεις τις ευκαιρίες να μάθεις περισσότερα τη στιγμή που δεν σου ζητά κανείς ευθύνες, δεν θα είσαι σε θέση να αντιμετωπίσεις αποτελεσματικά τις προκλήσεις, τα προβλήματα που έχει ένας ηγέτης και ο πλοίαρχος στο κάθε πλοίο είναι ο ηγέτης.

Εσείς υπήρξατε, απ’ όσα έχω ακούσει, σπουδαίος ηγέτης στα πλοία που πλοιαρχεύσατε, όπως λένε ότι αφήσατε εποχή και στο Νεώριο όπου εργαστήκατε για κάποιο διάστημα πριν αποχωρήσετε από τον όμιλο της N.J. Goulandris για να ασχοληθείτε με τη δική σας Εταιρεία. Πώς ήταν ο αποχωρισμός σας μετά από τόσα χρόνια;

Δύσκολος. Στιγμές συγκινητικές που δεν ξεχνιούνται εύκολα. Δεν ξέρω εάν πρέπει να το πούμε αυτό. Όταν έφευγα από το Νεώριο, συναντήθηκα με τον Αλέκο τον Γουλανδρή με τον οποίο είμαστε ανέκαθεν πολύ συνδεδεμένοι, γνωριζόμαστε όπως σας είπα από μικρά παιδιά στην Άνδρο. Τώρα δε, ακόμα περισσότερο γιατί έπαψε να με αποκαλεί καπτα Γιάννη, με λέει Γιάννη, επειδή όπως χαριτολογώντας υποστηρίζει «τόσα χρόνια είμαστε μαζί, εσύ δε είσαι τώρα και καταξιωμένος στη δουλειά μας!». Οι Γουλανδρήδες είναι βλέπετε άρχοντες και δεν δυσκολεύονται να μιλήσουν έτσι. Όταν λοιπόν αποχαιρετιόμαστε τότε, μου είπε ότι η αποχώρησή μου σήμαινε για τον όμιλό τους την απώλεια ενός μεγάλου κεφαλαίου. Εγώ τον ευχαρίστησα και αισθάνθηκα την ανάγκη να του πω ότι εάν δεν είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί τους, ίσως δεν θα είχα την ευκαιρία να εξελιχθώ όπως εξελίχθηκα, εξηγώντας παράλληλα ότι την εποχή που ξεκίνησα μαζί τους, είχα την εναλλακτική δυνατότητα να πάω στην εταιρεία Καμπάνη, μια παραδοσιακή Ανδριώτικη εταιρεία, η οποία όμως στην πορεία συρρικνώθηκε. Με σταματά όμως ο Αλέκος ο Γουλανδρής και μου λέει: «Κάνεις λάθος. Εσύ όπου και να πήγαινες, έχεις το χάρισμα και τη δύναμη να προσεγγίζεις το αφεντικό. Εμείς έχουμε 60 καπεταναίους στην εταιρεία, κανείς δεν έχει κατορθώσει να μας προσεγγίσει όπως εσύ. Το ίδιο που έκανες λοιπόν σε μας, θα έκανες και στον Καμπάνη και τότε τυχερός θα ήταν ο Καμπάνης. Τώρα, τυχεροί είμαστε εμείς».

Τέτοια λόγια δικαιώνουν τις προσπάθειες μιας ζωής, έτσι δεν είναι;

Ήταν πράγματι οι πιο γλυκές κουβέντες που άκουσα στην επαγγελματική μου τουλάχιστον ζωή και κατά κάποιο τρόπο τις εισέπραξα ως έμμεση αναγνώριση της τεράστιας συμβολής των Ελλήνων ναυτικών στην καταξίωση της εμπορικής μας ναυτιλίας. Ναυτικών, που τα παλιά χρόνια προήρχοντο κυρίως από τα χωριά των νησιών. Η σχέση τους με τις Εταιρείες που ανήκαν σε συντοπίτες τους εφοπλιστές, ήταν πολύ στενές. Για τον Ανδριώτη ναυτικό η Εταιρεία του Ανδριώτη άλφα ή βήτα εφοπλιστή, ήταν η Εταιρεία του, ήταν το δεύτερο σπίτι του. Αυτή η σχέση συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία αφοσιωμένων στελεχών που στήριξαν με τη δουλειά τους το έργο της ναυτιλίας. Δεν αναφέρομαι σε στελέχη γραφείων, γιατί εκείνες τις εποχές δεν υπήρχαν Έλληνες στα διαχειριστικά γραφεία, οι περισσότεροι ήταν ξένοι, Άγγλοι κυρίως. Οι Έλληνες που εργάζοντο στα γραφεία εξυπηρετούσαν ανάγκες επικοινωνίας με τα πλοία. Οι Αξιωματικοί όμως των πλοίων, οι Έλληνες καπεταναίοι και οι μηχανικοί, έδωσαν πάρα πολλά, διαταράσσοντας ακόμα και τις οικογενειακές τους ισορροπίες. Διότι δεν υπήρχε περίπτωση να σου ζητήσει το γραφείο σου να φύγεις για ταξίδι και να μην φύγεις αμέσως. Υπήρχε η αφοσίωση, υπήρχε η αυταπάρνηση, ξεχνούσαν τα πάντα για να τρέξουν να στηρίξουν τις ανάγκες της Εταιρείας. Αυτή την τεράστια προσφορά όμως των Ελλήνων ναυτικών, δεν την κατανόησαν και δεν την εξετίμησαν έμπρακτα πολλοί εφοπλιστές, τουλάχιστον στο βαθμό πού όφειλαν. Δεν φρόντισαν να δώσουν στα στελέχη τους τη δυνατότητα να δημιουργήσουν κάτι περισσότερο, ούτως ώστε μετά την αποστρατεία τους να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή, αντάξια του μεγάλου έργου που επετέλεσε ο καθένας στη σταδιοδρομία του. Οι περισσότεροι παρέμειναν με ένα διαμέρισμα. Και όταν φθάνουν στην ηλικία της σύνταξης και έχουν μεγάλα παιδιά και χρειάζεται να τα στηρίξουν στα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας τους, δυσκολεύονται πάρα πολύ. Γι’ αυτό το λόγο απομακρύνθηκαν πολλοί από τη ναυτιλία. Γι’ αυτό βλέπουμε ακόμα και χωριά όπως οι Στενιές της Άνδρου, που ήταν η μεγαλύτερη πηγή άντλησης ναυτεργατικού δυναμικού, να αριθμεί σήμερα περισσότερους από 125 νέους επιστήμονες εν ενεργεία. Άλλες εποχές αυτοί οι νέοι θα πήγαιναν στη θάλασσα.

Σήμερα όμως τη θάλασσα τη θέλουν μόνο στις διακοπές τους το καλοκαίρι.

Έτσι είναι, περισσότεροι πλέον έρχονται στη θάλασσα από την ηπειρωτική Ελλάδα παρά απ’ τα νησιά. Υπάρχει πλέον βέβαια και η τάση να στελεχώνονται τα διαχειριστικά γραφεία με Έλληνες που είναι μάλιστα πολύ ανώτεροι των ξένων, είναι θετικό αυτό. Όμως πρέπει να καταλάβουμε ότι για να έλθει κόσμος στα βαπόρια, θα πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να αισθάνονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι ότι αποτελούν κρίσιμο παράγοντα της επιχείρησης, ότι αναγνωρίζεται έμπρακτα η συμμετοχή τους και όχι μόνο επειδή λαμβάνεται η γνώμη τους. Και η αναγνώριση αυτή μπορεί για παράδειγμα να είναι κάποιο έξτρα ποσό όταν φτάσει η ώρα της απομαχίας. Εμείς, ως Εταιρεία το εξετάζουμε πολύ σοβαρά. Και αυτό όχι για να κρατήσουμε στην Εταιρεία τους ναυτικούς μας. Δεν δίνεις κάτι στον ναυτικό γιατί θέλεις να τον κρατήσεις, του το προσφέρεις επειδή το δικαιούται. Ο άνθρωπος από τον οποίο περιμένεις να εργάζεται με διάθεση, με αφοσίωση, πρέπει να αισθάνεται ότι αυτό που κάνει, το έργο που προσφέρει, αναγνωρίζεται ανεπιφύλακτα και τότε μόνο θα έχεις στελέχη τα οποία δεν θα δουλεύουν για σένα, θα δουλεύουν με εσένα.

Εκτός από αυτά που προαναφέρατε, τι άλλο έχει συμβάλλει αρνητικά στην απομάκρυνση των περισσοτέρων παραδοσιακών ναυτικών από τις σημερινές επιχειρήσεις, ακόμα και τις παλιές Εταιρείες.

Έχει αλλοιωθεί, σε πολλές περιπτώσεις έχει εκλείψει, ο δεσμός που υπήρχε μεταξύ πλοίου και γραφείου. Όταν λέμε γραφείο, εννοούμε και τα αφεντικά, γιατί τα αφεντικά ασχολούνται σήμερα περισσότερο με τη δουλειά, την οποία και γνωρίζουν καλά σε όλη της τη διάσταση. Στο παρελθόν δεν ήξεραν τόσα πολλά πράγματα, άλλοι κάνανε τη δουλειά γι’ αυτούς, αλλά είχαν επαφή με τον κόσμο που δούλευε στα βαπόρια. Αυτό σήμερα λείπει. Τι θέλω να πω. Ένας καπετάνιος ή ένας μηχανικός, δεν επιτρέπεται να μπαίνει στο γραφείο και να τους ρωτά ο θυρωρός «πού πας». Τι θα πει πού πας; Ο πλοίαρχος ή ο μηχανικός είναι ούτως ή άλλως ένα υψηλόβαθμο στέλεχος μιας επιχείρησης που εργάζεται στο πλοίο, έχει την ευθύνη του πλοίου. Δεν είναι αμελητέο αυτό. Δυστυχώς όμως, αρκετοί άνθρωποι των γραφείων, στην προσπάθειά τους να φανούν εκείνοι σπουδαίοι, δεν αφήνουν τους άλλους να δείξουν αυτά πού γνωρίζουν. Δημιουργούν στεγανά. Εγώ, όπως γνωρίζετε, ακόμα και τώρα επισκέπτομαι σε κάθε ευκαιρία τα πλοία της Εταιρείας και μιλώ με τους ναυτικούς μας, τους αφήνω δε να μιλήσουν, δεν θέλω να διακατέχονται από φόβο να μου μιλήσουν ελεύθερα, να μου πουν τις σκέψεις τους. Θέλω να τους ακούσω. Όταν είναι να πας στο πλοίο σου για φαγητό ή για απλή βόλτα, καλύτερα να μην πας. Η τυπική παρουσία δεν ωφελεί, αντίθετα σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργεί μεγαλύτερες αποστάσεις.

Πώς βλέπετε τους σημερινούς νέους που έχουν επιλέξει το δρόμο της θάλασσας;

Θα σας πω. Υπάρχουν αρκετοί νέοι που δείχνουν μια ζωντάνια, ενδιαφέρονται να μείνουν στη ναυτιλία, δεν δείχνουν να είναι περαστικοί. Το πόσο θα παραμείνουν ωστόσο, δεν εξαρτάται μόνο από αυτούς, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πλοιοκτησία. Πώς δηλαδή θα τους συμπεριφερθεί, πώς θα τους δημιουργήσει τη σιγουριά ότι το μέλλον τους – εφόσον φυσικά μοχθήσουν -είναι εξασφαλισμένο. Ότι θα ζήσουν αξιοπρεπώς και στα χρόνια της δουλειάς, αλλά και στα χρόνια της απομαχίας. Εκείνο που τους λείπει, έχω την εντύπωση, είναι η τριβή με τα καθημερινά προβλήματα του πλοίου. Δεν είμαι ωστόσο σε θέση να κρίνω αντικειμενικά τη σημερινή εκπαίδευση, γιατί δεν ζω ο ίδιος στο πλοίο για να αντιληφθώ ακριβώς πόσα γνωρίζουν, τι έχουν διδαχθεί αυτά τα παιδιά. Αντιλαμβάνομαι όμως φερ’ ειπείν ότι οι μηχανικοί έχουν διδαχθεί λιγότερα από πρακτικής πλευράς, διότι δεν έχουν περάσει από μηχανουργεία, όπως περνούσαν πρώτα. Όπως και τα παιδιά που γίνονται αξιωματικοί κουβέρτας, δεν έχουν πολλές φορές την εμπειρία πού αποκτούσαν παλαιότερα όσοι ξεκινούσαν από ναύτες. Και δεν εννοώ ναύτης, να γνωρίζεις δηλαδή πώς θα δέσεις ή θα λύσεις τους κάβους, αλλά γιατί δένεις, γιατί φουντάρεις, πώς πλένεις τα αμπάρια. Όλες τις άλλες θεωρίες που διδάσκονται, η τεχνολογία στις προσφέρει σήμερα στο πιάτο. Εμείς ταξιδεύαμε τα πλοία χωρίς βοηθήματα και σήμερα έχουν στη γέφυρα τρία ραντάρ, ηλεκτρονικούς χάρτες, στίγμα από τρεις διαφορετικές πηγές. Στο παρελθόν για να βρεις πού ήσουν, πού βρισκόταν το βαπόρι, ήταν πολλές φορές μεγάλο πρόβλημα, όχι επειδή δεν γνωρίζαμε να κάνουμε υπολογισμούς, αλλά επειδή δεν υπήρχε ορίζοντας, δεν έβλεπες τον ήλιο. Παρατηρώ πολλές φορές στο γραφείο, κάνουμε πολλά σεμινάρια, αποκτούν πράγματι σήμερα πολλές θεωρητικές γνώσεις, η τεχνολογία έχει φτάσει σε απίστευτα επίπεδα. Όμως ερωτώ: Ποιός θα πλύνει τα αμπάρια για να ετοιμαστεί το πλοίο για φόρτωση και ποιό ηλεκτρονικό μέσο διδάσκει αυτή τη διαδικασία; Ξέρετε τι σημαίνει να υπάρχουν σήμερα αξιωματικοί που δεν ξέρουν να φουντάρουν;

Στα πλοία, τουλάχιστον, οι αξιωματικοί έχουν σήμερα τη διάθεση να δείξουν κάποια πράγματα στα νέα παιδιά;

Πιστεύω ότι υπάρχει διάθεση, αυτό το βλέπω στα πλοία της Εταιρείας μας. Αντιμετωπίζουν τα παιδιά με ενδιαφέρον και φροντίδα, δεν είναι όπως τις δικές μας εποχές. Τότε σε έβαζαν να καθαρίσεις τη σεντίνα ή σε έστελναν στη χειρότερη δουλειά για να δουν αν αντέχεις. Αυτά δεν τα κάνουν σήμερα, τους στέλνουν μεν για να δουν πώς γίνεται μια δουλειά, αλλά δεν τους επιβάλλουν να την κάνουν από τη στιγμή που είναι ουσιαστικά εκπαιδευόμενοι. Νομίζω αυτό το αναγνωρίζουν και τα ίδια τα παιδιά.

Η Εταιρεία σας παίρνει στα πλοία σπουδαστές για πρακτική εκπαίδευση, έτσι δεν είναι;

Και περισσότερους από όσους χρειαζόμαστε. Αλλά δυστυχώς υπάρχουν απ’ όσο βλέπω και αρκετοί που θέλουν να παίρνουν τους ναυτικούς έτοιμους και δεν έχουν επενδύσει το παραμικρό για να τους μάθουν. Εμείς έχουμε ως αρχή μας ότι πρέπει να συμβάλλουμε στη δημιουργία αξιωματικών, έστω και εάν τελικά δεν προτιμήσουν να ταξιδέψουν μαζί μας. Έχουμε όλα τα πλοία υπό ελληνική σημαία, έχουμε όλους τους αξιωματικούς σε όλες τις θέσεις για να μετρούν την υπηρεσία τους, να παίρνουν τα προαγωγικά διπλώματα. Γιατί το κάνουμε; Επειδή είναι ο μόνος τρόπος να υπάρχουν αύριο στελέχη, καλά εκπαιδευμένα στελέχη. Βλέπω καμιά φορά επιχειρηματίες του χώρου μας με μεγάλους στόλους που αντιμετωπίζουν με ελαφρότητα το θέμα, δεν δείχνει να τους απασχολεί έμπρακτα τουλάχιστον, το πού θα βρουν σωστά πληρώματα, παρά το γεγονός ότι κόπτονται σύμφωνα με τις κατά καιρούς δηλώσεις τους. Στην πράξη όμως τι κάνουν; Φοβάμαι ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι χωρίς στελέχη οι επιχειρήσεις τους βρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα.

Ενδεχομένως πιστεύουν ότι θα αντιμετωπίσουν με κάποια πατέντα το πρόβλημα της επάνδρωσης, όταν φτάσουν στα όρια. Αγαπητέ μου, αυτά τα πιστεύουν επιχειρηματίες που δεν έχουν περπατήσει όπως λέμε στη θάλασσα, που δεν γνωρίζουν τα βαπόρια, δεν έχουν εικόνα των πραγματικών αναγκών ενός πλοίου. Αυτά τα πιστεύουν αυτοί που ενδιαφέρονται πρώτα για το κόπτερό τους και μετά για τα πλοία τους. Λυπάμαι που είμαι κάπως οξύς, αλλά στη ζωή μου έχω δει πολλά σ’ αυτή τη δουλειά και δεν θέλω, ειδικά στην ηλικία μου, να προσποιηθώ ότι δεν τα γνωρίζω.

Πιστεύετε στην ιδιωτική εκπαίδευση;

Δεν μπορώ να απαντήσω εύκολα στο ερώτημά σας, επειδή δεν γνωρίζω σε βάθος τι κάνει η δημόσια εκπαίδευση και τι κενά επομένως καλείται να συμπληρώσει η ιδιωτική. Εμείς πάντως που περάσαμε από ιδιωτική εκπαίδευση, από τον μακαρίτη τον Μηλιαρέση, μάθαμε πράγματα που δεν νομίζω ότι τα γνωρίζουν πολλοί σήμερα. Ο Μηλιαρέσης μας δίδασκε και ναυτιλία και τα πρακτικά και τη μετεωρολογία και πολλά άλλα τα οποία σήμερα δεν έχει χρόνο η σχολή να σου διδάξει. Ίσως ορισμένα από αυτά πού μαθαίναμε τότε, είναι ανεφάρμοστα πλέον στην πράξη, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι τα ισοπεδώνουμε όλα και δεν τα μαθαίνουμε. Εν κατακλείδι, εάν οι ιδιωτικές σχολές είναι αυστηρές, εάν οι εξετάσεις είναι αυτές πού πρέπει να είναι, πιστεύω ότι μπορεί να συμβάλλουν στην προσπάθεια για τη δημιουργία στελεχών.

Χωρίς να έχω διάθεση να θίξω κεκτημένα των Ελλήνων ναυτικών, δεν είναι πρόβλημα για τη ναυτιλία μας ότι τα καλύτερα στελέχη της βγαίνουν στη σύνταξη στα πενήντα τους χρόνια;

Ακούστε. Και εγώ έφυγα από τη θάλασσα σε μικρή σχετικά ηλικία, δεν έφυγα όμως από τη ναυτιλία. Ακόμα δε εργάζομαι, δεν έχω συμφιλιωθεί με την έννοια σύνταξη. Διότι θεωρώ ότι αυτός που βγαίνει στη σύνταξη σταματά εν πολλοίς να ζει. Και το χειρότερο, σταματά να ζει και να είναι ο καλός του εαυτός από τη στιγμή που αποφασίζει να βγει στην απομαχία. Λέω πολλές φορές σε γνωστούς μου, «τι θέλεις τη σύνταξη, για να σε στέλνει το πρωί στη λαϊκή η γυναίκα σου να αγοράσεις μαϊντανό για να αισθάνεσαι ότι κάνεις κάτι ακόμα;».

Ναι, αλλά αρκετοί βγαίνουν στη σύνταξη και επανέρχονται.

Δεν συμφωνώ ότι επανέρχονται. Από τη στιγμή που αποκτούν τη νοοτροπία του συνταξιούχου, δεν μπορεί ποτέ να επανέλθουν στο επίπεδο του επαγγελματισμού που είχαν προηγουμένως. Εγώ θα προτιμούσα να βγαίνει αργότερα στη σύνταξη ο ναυτικός, γιατί στα πενήντα με τα σημερινά δεδομένα είσαι ακόμα παιδί, είσαι πολύ νέος και το χειρότερο φεύγεις από τη ναυτιλία στην ωριμότερη περίοδο της ζωής σου, τη στιγμή που έχεις πάρει όλες τις εμπειρίες και είσαι σε θέση να κάνεις πολύ καλύτερα και αποδοτικότερα τη δουλειά σου. Αυτό όμως που με ενοχλεί είναι ότι δεν έχουμε ακόμα κατορθώσει να αξιοποιήσουμε τη ναυτιλία για να δημιουργηθούν περισσότερες θέσεις εργασίας, να ζήσουν περισσότεροι άνθρωποι στη χώρα μας από το ναυτιλιακό έργο. Υπάρχουν ακόμα πολλές θέσεις, σε ασφαλιστικούς οργανισμούς, σε νηογνώμονες, σε νομικά γραφεία, στον χρηματοπιστωτικό χώρο που σχετίζεται με τη ναυτιλία και πολλά άλλα, όπου δεν έχουμε ακόμα κατορθώσει να τις στελεχώσουμε με Έλληνες. Έτσι ξοδεύονται πολλά χρήματα τα οποία καταλήγουν σε αλλοδαπούς, ενώ θα μπορούσαν να ζήσουν πλουσιοπάροχα Ελληνικές οικογένειες.

Αυτό όμως είναι ένα μεγάλο θέμα που θα βρει λύσεις μόνον εφόσον υπάρξει ουσιαστικό ενδιαφέρον αλλά και η αναγνώριση του ρόλου της ναυτιλίας από την πολιτεία.

Δυστυχώς ελάχιστοι έχουν συνειδητοποιήσει την δύναμη της Ελληνικής ναυτιλίας σε όλα τα επίπεδα και την ισχύ που προσδίδει στη χώρα μας. Τελευταία, επί υπουργικής θητείας του Γιώργου Ανωμερίτη, φάνηκε ότι το κράτος άρχισε να αντιλαμβάνεται κάπως περισσότερο την εθνική σημασία της ναυτιλίας. Η ναυτιλία είναι η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη του τόπου, χωρίς το κράτος να δαπανά το παραμικρό για την ανάπτυξή της, σε αντίθεση με τον τουρισμό ο οποίος προσφέρει συνάλλαγμα, αλλά χρειάζεται και πολλές δαπάνες. Τα μόνα χρήματα που δαπανά το κράτος για τη ναυτιλία είναι η επιχορήγηση του ΝΑΤ με μεγάλα πράγματι κεφάλαια, αλλά ας μην σχολιάσουμε τώρα τι την προκάλεσε. Εγώ πάντως είμαι της σχολής που υποστηρίζει ότι όσο αναμειγνύεται λιγότερο το κράτος στο ναυτιλιακό έργο, τόσο καλύτερα. Δεν χρειαζόμαστε δεκανίκια για να κάνουμε τη δουλειά μας. Χρειαζόμαστε σωστό και ξεκάθαρο πεδίο δράσης, για να μπορούμε να αναπτύξουμε επιχειρηματικές πρωτοβουλίες σωστές, ανταγωνιστικές και ποιοτικές, από τις οποίες θα ωφεληθεί πολύπλευρα και η χώρα μας.

Κρατάω τη λέξη ποιότητα από τα παραπάνω. Έχει ανέβει πολύ το επίπεδο της ελληνικής ναυτιλίας σε σύγκριση με τις τελευταίες δύο δεκαετίες, έτσι δεν είναι;

Πράγματι έτσι είναι. Η ποιότητα όμως στις υπηρεσίες που προσφέρει κανείς είναι πλέον μονόδρομος. Εμείς ξεκινήσαμε λίγο πριν τα τέλη της δεκαετίας του ’80, σε εξαιρετικά δύσκολες, όπως ασφαλώς θυμάστε, εποχές, να επενδύουμε σε δεξαμενόπλοια διπλών τοιχωμάτων, πολύ πριν γίνουν υποχρεωτικά. Και πέρασαν πάρα πολλά χρόνια για να δούμε τους καρπούς. Δεν επενδύσαμε όμως μόνο σε νέα πλοία. Επενδύσαμε και σε έμψυχο δυναμικό, επενδύσαμε και στην υποδομή των γραφείων μας. Γιατί το κάναμε αυτό; Διότι έστω και εάν όλοι κάποτε αποκτήσουν νέα πλοία, τη μεγάλη διαφορά στην παροχή καλών υπηρεσιών θα την κάνουν οι άνθρωποι, τα στελέχη που έχει ο καθένας.

Θα σας γυρίσω πίσω, αρκετά χρόνια πριν, όταν ξεκίνησε η δική σας επιχειρηματική διαδρομή. Σε μια συνομιλία που είχα πριν δυο χρόνια με τον αδελφό της συζύγου σας και εκ των συνοδοιπόρων σας στη δημιουργία της Eletson, Γρηγόρη Χατζηελευθεριάδη, έμαθα ότι πλοίαρχος ων στην N.J. Goulandris, είχατε επιθεωρήσει το πρώτο πλοίο της Εταιρείας σας.

Ακριβώς, το «Maria T.», το 1966. Ευρισκόμενος εν αδεία τότε, μιλούσα με τον πεθερό μου, που ήταν βαθύς γνώστης της ναυτιλίας και ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος, και συζητούσαμε ότι κάτι πρέπει να κάνουμε. Προσπαθούσα να τον πείσω ότι κάπου έπρεπε να αρχίσουμε, όπως και έγινε. Βάλαμε όλοι μαζί τότε πενήντα χιλιάδες δολάρια, άλλα τόσα ένας άλλος συνεταίρος, αρχίσαμε να ψάχνουμε τις λίστες με τα πωλούμενα πλοία και τελικά βρήκαμε ένα φορτηγό 2.500 τόνων, το οποίο πήγα και επιθεώρησα και είπα εντάξει να το πάρουμε. Ήταν ωστόσο μια πολύ δύσκολη απόφαση για μένα, επειδή μαθημένος στα καινούργια και μεγάλα βαπόρια της N.J. Goulandris, αναγκαζόμουνα να δεχτώ και να πω ότι είναι καλό ένα βαπόρι 30 χρονών. Από την άλλη πλευρά ήξερα ότι εάν δεν τολμούσαμε τότε, ίσως να αργούσαμε πολύ να βρούμε μια άλλη ευκαιρία και τις κατάλληλες συγκυρίες για να ξεκινήσουμε να φτιάχνουμε κάτι δικό μας. Με τη βοήθεια του Θεού, είπαμε λοιπόν το ναι και το πήραμε. Πρέπει δε να σας πω ότι εμείς δεν είχαμε περίσσευμα χρημάτων. Αυτά που δώσαμε ήταν οι οικονομίες όλων μας από τα χρήματα πού είχαμε κερδίσει δουλεύοντας. Ό,τι είχαμε και δεν είχαμε δηλαδή το δώσαμε. Μπορεί να ήταν λίγα, αλλά ήταν όλα και όλα που είχαμε. Και δεν σταματήσαμε παίρνοντας το βαπόρι να εργαζόμαστε για να κάνουμε τους εφοπλιστές, αλλά εξακολουθήσαμε να δουλεύουμε σε άλλες Εταιρείες, για να τα βγάλουμε πέρα. Τη διαχείριση έκανε ο πεθερός μου.

Λειτουργήσατε πάντως άψογα ως οικογένεια. Μια σφιχτοδεμένη οικογένεια που έχτισε πέτρα-πέτρα το επιχειρηματικό της οικοδόμημα.

Πράγματι έτσι είναι. Μια πολύ σφιχτοδεμένη οικογένεια και αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην οικογένεια Χατζηελευθεριάδη, που ήταν μια πολυμελής οικογένεια με πολλές γυναίκες, οι οποίες σημειωτέον έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στο να παραμείνουμε όλοι ενωμένοι και αγαπημένοι. Οι άνδρες είναι συνήθως δημιουργοί, αλλά οι γυναίκες μπορεί πολλές φορές να τα χαλάσουν, ειδικά σε πολυμελείς οικογένειες. Στη δικιά μας οικογένεια όλες οι γυναίκες βοήθησαν να λειτουργήσουμε όλοι μαζί, αρμονικά και αγαπημένα.

Και εσείς πάντως στη δική σας οικογένεια περιβάλλεσθε από γυναίκες, έτσι δεν είναι;

Ναι, με την ευκαιρία δε, θέλω να σας πω ότι χωρίς τη συμπαράσταση της γυναίκας μου δεν θα ήταν δυνατόν να πετύχω όσα πέτυχα στη ζωή μου. Συμπαράσταση με όλη τη σημασία της λέξεως, μια και ποτέ δεν ενεπλάκη με τις δουλειές μου, αλλά στήριζε κάθε πρωτοβουλία και απόφασή μου από την εποχή που ταξίδευα όπως και μετέπειτα όταν ασχολήθηκα με τον εφοπλισμό. Έχει ξέρετε, μεγάλη αξία να μπορεί κανείς να εργάζεται απερίσπαστος, απαλλαγμένος εντελώς από το άγχος της όποιας αντίδρασης στο σπίτι του για καθαρά επαγγελματικά θέματα. Αυτή η γαλήνη την οποία προσφέρει η στήριξη των προσπαθειών σου από τους δικούς σου ανθρώπους και ιδιαίτερα από τη σύντροφο της ζωής σου, είναι πραγματικό βάλσαμο και σου δίνει την δυνατότητα να προχωράς σταθερά με τις αποφάσεις που χρειάζεται να παίρνεις καθημερινά στη δουλειά σου. Η γυναίκα μου επίσης υπήρξε εξαιρετική μάνα, ασχολήθηκε σε βάθος με την ανατροφή των δυο μας κοριτσιών τα οποία σπούδασαν με επιτυχία και μας κάνουν σήμερα να αισθανόμαστε ευτυχείς και ικανοποιημένοι για τη διαδρομή μας στη ζωή. Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω λοιπόν σ’ αυτές τις τρείς γυναίκες της ζωής μου για τα όσα μου προσέφεραν και εξακολουθούν να μου προσφέρουν.

Δεν θα ήθελα να τελειώσουμε τη συζήτησή μας πριν μου πείτε μερικά λόγια για το Νεώριο, στο οποίο εργαστήκατε για μια διετία μετά την αγορά του από τον όμιλο N.J. Goulandris. Έχω ακούσει ότι και εκεί σας συνόδευσε η φήμη του αρκετά αυστηρού προϊσταμένου, διατελέσατε προσωπάρχης απ’ όσο γνωρίζω. Ορισμένοι το θυμούνται ακόμα, αν και έχουν περάσει τρεις δεκαετίες παρά το γεγονός ότι γνωρίζω ότι σας εκτιμούν ιδιαίτερα και όχι μόνο επειδή είστε πλέον από τους καλύτερους πελάτες της επιχείρησης. Γιατί, αλήθεια, αφήσατε τη θάλασσα και πήγατε στο Νεώριο;

Θέλω κατ’ αρχάς να σας πω ότι τη θάλασσα την αγάπησα πολύ και εξακολουθώ να την αγαπώ ακόμα. Της αφιέρωσα με πάθος ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου και αξιώθηκα να γίνω καλός πλοίαρχος, όπως τουλάχιστον άλλοι είπαν. Έφτασε όμως μια στιγμή που επήλθε ο κορεσμός. Είχα περάσει από υπερωκεάνειο, από φορτηγό, από γκαζάδικα, είχα την τιμή να παραλάβω από τα ναυπηγεία και να πλοιαρχεύσω το μεγαλύτερο τότε ελληνικό δεξαμενόπλοιο, το «Nicholas J. Goulandris». Άρχισα να βλέπω τη δουλειά σαν ρουτίνα και αυτό δεν το ήθελα. Είπα λοιπόν στον κ. Αλέκο Γουλανδρή πως ό,τι είχα να δώσω στη θάλασσα, το έδωσα. Ήθελα μια άλλη δουλειά, κάτι διαφορετικό, μια νέα πρόκληση.

Πώς δεν ασχοληθήκατε με την Eletson, η εταιρεία ήδη λειτουργούσε είχε και κάποια πλοία.

Ήταν νωρίς ακόμα, είμαστε όπως σας είπα μεγάλη οικογένεια, αν είχαμε όλοι στριμωχτεί εκεί εξ αρχής δεν θα προοδεύαμε. Τα έσοδα δεν ήταν αρκετά για όλη την οικογένεια. Επομένως έπρεπε να συνεχίσουμε ορισμένοι τουλάχιστον να εργαζόμαστε αλλού, για να βελτιώσουμε τα οικονομικά μας. Ξέρετε, οι επιχειρήσεις, οι στέρεες επιχειρήσεις και ειδικά στο χώρο της ναυτιλίας, όπου οι περισσότεροι ξεκίνησαν από το μηδέν, δεν δημιουργούνται χωρίς νοικοκυριό, χωρίς οικονομία. Εγώ το σπίτι πού ζω τώρα και απολαμβάνω την άνεση που πιστεύω ότι δικαιούμαι, το έφτιαξα στα 70 μου χρόνια. Μέχρι τότε έμενα σε ένα μικρό σπίτι, διότι πίστευα ότι δεν ήταν σωστό να δαπανώ για την αγορά ενός μεγάλου σπιτιού χρήματα τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν για την ανάπτυξη της Εταιρείας. Πιστεύω ακράδαντα ότι τα χρήματα τα οποία κερδίζει μια Εταιρεία ανήκουν πρωτίστως σ’ αυτήν. Οι μέτοχοι πρέπει να παίρνουν ένα ποσό, αρκετό για να τους επιτρέψει να κάνουν τη ζωή που η θέση τους επιβάλλει να κάνουν, τίποτα περισσότερο. Τα υπόλοιπα χρήματα δικαιούται να τα έχει στη διάθεσή της η Εταιρεία, για να αναπτύσσεται συνεχώς. Γιατί, εάν φρενάρεις αυτή την ανάπτυξη, θα σε προλάβουν και θα σε ξεπεράσουν άλλοι και τότε πάνε χαμένοι όλοι οι προηγούμενοι κόποι που κατέβαλες. Είχαμε μείνει όμως στην ερώτησή σας για το Νεώριο.

Ναι, σας είχα ρωτήσει πώς έτυχε να πάτε εκεί;

Το Νεώριο το είχε αποκτήσει πρόσφατα ο όμιλος της N.J. Goulandris από τους Ρεθύμνηδες και όταν εγώ ζήτησα να κάνω κάποια άλλη δουλειά, επειδή, όπως σας προανέφερα, αισθανόμουν ότι είχα δώσει ό,τι είχα να δώσω στη θάλασσα, μου πρότεινε ο Αλέκος ο Γουλανδρής να πάω εκεί ως προσωπάρχης.

Φαντάζομαι ήταν μια πρόκληση για σας.

Μα γι’ αυτό δέχτηκα αμέσως και δεν έκανα άσχημα. Το Νεώριο υπήρξε μεγάλο σχολείο, γιατί εκεί έμαθα πολλά γύρω από την επισκευή, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι των εταιρειών σε κάθε περίπτωση, από τη θέση του ναυπηγείου πλέον. Ήμουν καθημερινά με τους τεχνικούς και αυτό που πιστεύω κατόρθωσα να μεταφέρω επιτυχώς από τη θητεία μου στα πλοία ήταν κυρίως η πειθαρχία. Δεν είναι εύκολο πράγμα ξέρετε να λειτουργεί εύρυθμα μια επιχείρηση με τόσο κόσμο. Έχω δε την ικανοποίηση ότι με το πέρασμά μου από εκεί κατόρθωσα να περάσω σε πολλά στελέχη της επιχείρησης αρκετά χρήσιμα στοιχεία από τη μακρόχρονη εμπειρία μου στη θάλασσα.

Ξέρετε τι εισπράττω μετά από αυτή τη συζήτηση; Ότι όλη σας η ζωή υπήρξε μέχρι σήμερα μία διαρκής αναζήτηση για το καινούργιο, προκαλέσατε τη ζωή που κάνατε, δεν αφήσατε τα πράγματα στην τύχη.

Εάν σταματήσεις να ενδιαφέρεσαι για να μάθεις, παύεις να είσαι ζωντανός οργανισμός. Οι ζωντανοί οργανισμοί πρέπει να αναζητούν διαρκώς το νέο, να πληροφορούνται τις εξελίξεις, να προσπαθούν να βελτιώνονται και να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα που διαρκώς προκύπτουν. Αυτή είναι και η ομορφιά της ζωής. Εγώ, παρά το γεγονός ότι είμαι γεννημένος εδώ και 80 σχεδόν χρόνια, οι ιδέες μου δεν είναι ιδέες της εποχής πού έζησα ως νέος. Τις έχω προσαρμόσει σύμφωνα με τη σημερινή πραγματικότητα και διαρκώς τις εξελίσσω. Βλέπω, παρακολουθώ και είμαι σε διαρκή ετοιμότητα για να διαφοροποιήσω οτιδήποτε είναι ασυμβίβαστο με τα δεδομένα της εποχής πού ζούμε σήμερα. Βιώνω τις εξελίξεις και τις χαίρομαι, όποιες και να’ ναι αυτές. Αν δεν επεδίωκα διαρκώς να μαθαίνω κάτι νέο, δεν θα μπορούσα να συμφιλιωθώ με το σήμερα, θα ήμουν δέσμιος του χθες.

Μια από τις σημαντικές εξελίξεις, είναι και η πρωτόγνωρη άνοδος της ναυλαγοράς που δίνει μια νέα ώθηση στη ναυτιλία, της προσφέρει μια νέα δυναμική προοπτική. Πώς την κρίνετε;

Πρέπει να σας πω ότι δεν έτυχε στη ζωή μου να δω κάτι ανάλογο, ειδικά στον τομέα του ξηρού φορτίου. Είναι θετικό για τις επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει πολλά χρήματα τα τελευταία χρόνια να μπορούν να ενισχύουν τα ταμεία τους με σημαντικά ποσά. Από την άλλη πλευρά φοβάμαι ότι όλη αυτή η ευημερία δεν θα φέρει καλά αποτελέσματα. Τα πολλά χρήματα δεν κάνουν καλό. Αντίθετα, κάνουν πολύ κακό όταν δεν πάνε στα σωστά χέρια. Όταν επίσης βγαίνουν πολλά χρήματα με λιγότερο κόπο και αυτό δεν είναι καλό. Γιατί η νέα γενιά εθίζεται στο να βγάζει πολλά χρήματα χωρίς να δουλεύει, όπως έγινε με το χρηματιστήριο, και θα γεμίσουμε στο τέλος τεμπέληδες. Χάνεται η διάθεση για δημιουργία και η αποστολή μας στη ζωή είναι η δημιουργία. Τα χρήματα τα κερδίζουμε για να δημιουργούμε, όχι για να επαναπαυόμαστε σ’ αυτά. Θα προτιμούσα, λοιπόν, λιγότερα κέρδη που να τα απολαμβάνει κανείς σταδιακά, διότι αυτή η υπέρμετρη ευφορία μπορεί να προκαλέσει μεταξύ άλλων έξαρση στις ναυπηγήσεις και το ερώτημα δεν είναι μόνο ποιοι θα χτίσουν τα βαπόρια αλλά και ποιοι θα μπουν στη ναυτιλία.

Εξακολουθείτε να με αιφνιδιάζετε.

Προσπαθώ να είμαι προσγειωμένος, γιατί στη ζωή μου έχω δει πολλά. Έμαθα να μην εντυπωσιάζομαι από θεαματικές αλλαγές. Τα πρώτα χρόνια στην Eletson, αντιμετώπισα αρκετές δυσκολίες. Πρώτα απ ́ όλα δεν μου άρεσαν σχόλια του τύπου ότι ο καπετάν Γιάννης έγινε εφοπλιστής. Ιδιαίτερα όταν το άκουγα από συναδέλφους μου. Διότι οι περισσότεροι που δεν με γνώριζαν καλά, ερμήνευαν την εξέλιξή μου αυτή κατά το δοκούν. Με ενοχλούσε αυτό. Δεν ήθελα να χάσω την ταυτότητα του ναυτικού, στην οποία όφειλα τα πάντα. Γι’ αυτό δεν φόρεσα ποτέ στη ζωή μου το καπέλο του εφοπλιστή. Δεν επεδίωξα να αλλάξω παρέες, συνήθειες, για να πλησιάσω τους εφοπλιστές, κινδυνεύοντας μάλιστα να μην γίνω αποδεκτός από αυτούς. Εκείνοι ήρθαν κοντά μας όταν φτάσαμε κάπου, όταν η Εταιρεία μεγάλωσε, όταν αποκτήσαμε επιχειρηματική οντότητα, τότε ενδιαφέρθηκαν, είχαν την περιέργεια να δουν ποιοι είμαστε. Πρέπει να σας πω ότι κρατήσαμε συνειδητά χαμηλούς τόνους. Κρατήσαμε τις αποστάσεις μας, για να αισθανόμαστε ελεύθεροι. Αυτό που εγώ επεδίωξα ήταν να μη χάσω την εκτίμηση και τη φιλία των συναδέλφων μου και είμαι ευτυχής και περήφανος που το πέτυχα. Το λέω αυτό γιατί δεν είναι εύκολο πράγμα να αποφύγεις να καβαλήσεις το καλάμι!

Σας θαυμάζω γι’ αυτό ειλικρινά, γιατί έχετε πιστεύω πετύχει πολλά στον επιχειρηματικό ναυτιλιακό χώρο, για τα οποία δικαιούσθε ούτως ή άλλως να αισθάνεσθε υπερήφανος.

Εμένα μου είναι πάντως αρκετό αυτό που σας προανέφερα και ξέρετε δεν είμαι ο μόνος που το πιστεύει. Πριν από αρκετά χρόνια σε ένα φιλικό μας σπίτι, κάποιος είπε στη γυναίκα μου ότι θα πρέπει να αισθάνεται ευτυχής και υπερήφανη για το γεγονός ότι ο άντρας της ξεκίνησε από ένα μικρό χωριό της Άνδρου, κατόρθωσε να εξελιχθεί σε πλοίαρχο και κατόπιν σε πετυχημένο εφοπλιστή. Η απάντησή της ήταν: «Δεν με ενδιαφέρει πολύ το γεγονός, ούτε διακατέχομαι από κάποια ιδιαίτερη υπερηφάνεια». Ο συνομιλητής της επέμενε: «Μα πώς είναι δυνατόν να σας αφήνει αδιάφορη, δεν είναι σημαντικά αυτά που πέτυχε, δεν σας κάνουν υπερήφανη;». Και τότε του είπε: «Βεβαίως είμαι υπερήφανη για τον άντρα μου, αλλά όχι για τους λόγους πού αναφέρατε. Είμαι περήφανη επειδή υπήρξε καλός καπετάνιος».

Κύριε Καρασταμάτη, σας ευχαριστώ πολύ για την πραγματικά συγκλονιστική σας αφήγηση. Πιστεύω ότι με τη συνέντευξή σας αυτή, προσφέρετε τον θησαυρό της γνώσης των μυστικών της αυτοδημιουργίας, σε όσους νέους φιλοδοξούν να γνωρίσουν διακρίσεις και έχουν τη διάθεση να εργαστούν σκληρά για να το επιτύχουν.

Και εγώ σας ευχαριστώ.

Greek Shipping Miracle
Επισκόπηση απορρήτου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώριση σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστότοπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.