Ο ΑΠΟΔΕΚΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ (1940-1945)
Με αυτά τα δεδομένα, παρά την προσωρινή παραμονή της Ελλάδας στην ουδετερότητα, η κήρυξη του πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939 σηματοδότησε την άτυπη εμπλοκή της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας σ’ αυτόν. Μάλιστα, την περίοδο της ουδετερότητας απωλέσθηκαν περίπου 90 ελληνικά ατμόπλοια από πολεμική αιτία.
Με εξαίρεση 15 φορτηγά πλοία που ναυλώθηκαν πριν το ξέσπασμα του πολέμου από την ελβετική κυβέρνηση, σε όλη τη διάρκειά του το σύνολο του ελληνικού εμπορικού στόλου πραγματοποίησε μεταφορές στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων. Η συμβολή του στην επιτυχή έκβαση της μάχης του Ατλαντικού ήταν καθοριστική.
Στην Ελλάδα, πριν την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο, η κυβέρνηση Μεταξά έσπευσε να θεσπίσει μέτρα για τη διαχείριση της κατάστασης. Απαγόρευσε τις πωλήσεις πλοίων σε ξένα συμφέροντα, επέβαλε ποινές για τους στασιαστές ναυτικούς καθώς και έκτακτο προσωρινό φόρο επί των κερδών και της υπεραξίας των φορτηγών πλοίων. Παράλληλα, συνέστησε τον Ασφαλιστικό Οργανισμό κατά Κινδύνων Πολέμου (ΑΟΚΠ), ο οποίος καθιστούσε υποχρεωτική την ασφάλιση των πληρωμάτων έναντι κινδύνων.
Στα τέλη του 1939, ο αριθμός των υπό ελληνική σημαία φορτηγών πλοίων ανερχόταν σε 500, ενώ περίπου 100 επιπλέον ταξίδευαν υπό βρετανική και παναμαϊκή σημαία. Με το ξέσπασμα του πολέμου, η βρετανική κυβέρνηση επιχείρησε να ναυλώσει μαζικά έναν μεγάλο αριθμό ελληνικών ατμόπλοιων. Η προσφορά της ήταν εξαιρετικά χαμηλή και παρά την πίεση που άσκησε, εισέπραξε την άρνηση του Μανώλη Κουλουκουντή, ο οποίος είχε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις. Επιπλέον, με τη σθεναρή δε αντίδραση του Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Χαράλαμπου Σιμόπουλου, αποφεύχθηκε τελικά η δέσμευση του μισού σχεδόν ελληνικού εμπορικού στόλου, γεγονός το οποίο μεταξύ άλλων θα εξέθετε εκείνη την εποχή την ουδετερότητα της χώρας. Έτσι, τα ελληνικά πλοία συνέχισαν να εργάζονται στην ελεύθερη αγορά που διαρκώς σημείωνε άνοδο.
Τελικά, τον Απρίλιο του 1940 επήλθε συμφωνία για τη ναύλωση 150 πλοίων στους Βρετανούς για περίοδο έξι μηνών.
Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940 σηματοδότησε την είσοδο της χώρας στον πόλεμο. Τα ελληνικά φορτηγά πλοία διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, μεταφέροντας τα 4/5 των εφοδίων και των στρατευμάτων που μάχονταν γενναία στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Παράλληλα, τα εμπορικά πλοία, πέρα από την εξυπηρέτηση των μεταφορικών αναγκών των συμμαχικών δυνάμεων, διασφάλισαν τις ανάγκες εφοδιασμού της χώρας με διαδοχικά ταξίδια.
Η ήττα των ιταλικών δυνάμεων υποχρέωσε τους Γερμανούς να επιχειρήσουν οι ίδιοι την κατάληψη της Ελλάδας. Στις 6 Απριλίου 1941, εισέβαλαν από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και με την υποστήριξη της πολεμικής τους αεροπορίας κατόρθωσαν να προχωρήσουν νοτιότερα. Με διαδοχικές αεροπορικές επιδρομές βύθισαν περίπου 120 ελληνικά σκάφη που βρίσκονταν σε ελληνικά χωρικά ύδατα, συμπεριλαμβανομένου του συνόλου του ελληνικού επιβατηγού στόλου, ακόμη και πέντε πλοίων που χρησιμοποιούνταν ως πλωτά νοσοκομεία. Μόλις τέσσερα επιβατηγά πλοία διασώθηκαν, τα οποία πρόλαβαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 27 Απριλίου 1941, η σημαία του Τρίτου Ράιχ υψώθηκε στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, επισημοποιώντας την κατάληψη της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα.
Από τις πρώτες προτεραιότητες των Γερμανών μετά την κατάληψη της Αθήνας, ήταν η εξασφάλιση της κυριότητας των ελληνικών φορτηγών ατμόπλοιων που βρισκόντουσαν εκτός της ελληνικής επικράτειας. Με επιστολή του ο διορισμένος από τις δυνάμεις κατοχής πρωθυπουργός Γεώργιος Τσολάκογλου απέστειλε στην Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών έγγραφο, με το οποίο καλούσε τα μέλη της να διαβιβάσουν στα πλοία τους σχετικές οδηγίες, με σκοπό να τα θέσουν υπό τον έλεγχο των Γερμανών. Ωστόσο, λίγες ημέρες πριν την κατάληψη της Αθήνας, ο νομικός σύμβουλος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών Γιώργος Δανιόλος είχε δώσει εντολή για την καύση των εγγράφων που δήλωναν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πλοίων για να καταστεί αδύνατη η κάθε πράξη μεταβίβασης των πλοίων σε τρίτους.
Στη συνέχεια, οι γερμανικές δυνάμεις προσφέρθηκαν να αγοράσουν τα πλοία με επίσημη συμβολαιογραφική πράξη, επισημαίνοντας ότι ήταν άχρηστα στους Έλληνες πλοιοκτήτες από τη στιγμή που βρισκόντουσαν υπό τον έλεγχο των Βρετανών. Αν και η πρόταση ήταν δελεαστική, προσποιήθηκαν ότι οι ίδιοι ήταν απλώς διαχειριστές και ότι οι πλοιοκτήτες βρίσκονταν στο εξωτερικό. Οι Γερμανοί συνέχισαν να πιέζουν και να απειλούν ακόμα και με φυλάκιση προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους, όμως δεν κατόρθωσαν τελικά να αποκτήσουν την κυριότητα των ελληνικών πλοίων.
Προηγουμένως, το σύνολο του ελληνικού εμπορικού στόλου που συνέχιζε να ταξιδεύει επιτάχθηκε από την κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, η οποία σχηματίστηκε με τη στήριξη των Βρετανών, και ακολούθως κατέφυγε στην Κρήτη όταν οι γερμανικές δυνάμεις πλησίαζαν την Αθήνα. Αμέσως μετά, τα πλοία τέθηκαν υπό τον έλεγχο του βρετανικού κράτους βάσει του Αγγλο-Ελληνικού Συμφώνου που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση ερήμην των πλοιοκτητών τους για χρονικό διάστημα αντίστοιχο με τη διάρκεια του πολέμου συν έξι μήνες από το τέλος του. Ο εμπορικός στόλος της Ελλάδος προσέφερε πολύ σημαντικές υπηρεσίες στον αγώνα των συμμαχικών δυνάμεων, πραγματοποιώντας συνολικό μεταφορικό έργο 40 περίπου εκατομμυρίων τόνων. Τη συγκεκριμένη περίοδο, χάθηκαν περισσότεροι από 2.000 Έλληνες ναυτικοί, ενώ απωλέσθηκε περίπου το 70% του στόλου. Το τέλος του πολέμου βρήκε την ελληνική ναυτιλία αποδεκατισμένη και τους πλοιοκτήτες χωρίς αρκετά κεφάλαια για την ανασυγκρότησή της. Οι Έλληνες πλοιοκτήτες, που λειτουργούσαν στη διάρκεια του πολέμου ως διαχειριστές, εισέπρατταν κοινό μίσθωμα για όλα τα πλοία για την κάλυψη μόνο των λειτουργικών εξόδων, τα οποία δυστυχώς αυξάνονταν συνεχώς. Αυτό προκλήθηκε λόγω των υπερβολικών απαιτήσεων των Ελλήνων ναυτικών, τα οποία έσπευδε να ικανοποιήσει η απόδημη ελληνική κυβέρνηση που εντωμεταξύ είχε εγκατασταθεί στο Κάιρο.
Η πορεία της ελληνικής ναυτιλίας στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επισκιάστηκε, επίσης, από προβλήματα που δημιουργήθηκαν μεταξύ της ναυτεργατικής οικογένειας μετά την κατάρρευση του μετώπου τον Απρίλιο του 1941. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μετεγκατάσταση πολλών Ελλήνων ναυτικών στο Ηνωμένο Βασίλειο και ιδιαίτερα στο Κάρντιφ. Εκεί, δημιούργησαν γραφεία η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (ΠΝΟ) και αργότερα η υπό κομμουνιστικό έλεγχο Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ). Η τελευταία, με την υποστήριξη τοπικών αριστερών συνδικάτων, επέβαλε τις θέσεις της σε έναν μεγάλο αριθμό ναυτικών που ήταν σωματικά και ψυχικά εξουθενωμένοι από τις τραγικές συνθήκες του Πολέμου. Οι συχνοί τορπιλισμοί πλοίων, η αγωνία για την τύχη των οικείων τους και η αδυναμία αποστολής χρημάτων για τη συντήρησή τους, καθώς και η αβεβαιότητα για το μέλλον, σε συνδυασμό με την έλλειψη ικανής αντιμετώπισης των προβλημάτων από την απόδημη στο Κάιρο ελληνική κυβέρνηση, οδήγησαν αρκετούς ναυτικούς σε ακραίες συμπεριφορές που ορισμένες φορές έφταναν στο επίπεδο της ανταρσίας. Παρά το γεγονός ότι το σύνολο των Ελλήνων ναυτικών επέδειξε απαράμιλλο ηρωισμό και αυτοθυσία στη διάρκεια του πολέμου, η παραπάνω στάση επέφερε την εκτόξευση του διαχειριστικού κόστους των πλοίων. Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού πλοίου, με διαχειριστικό κόστος που υπολείπονταν μετά το τέλος του πολέμου μόνο του αντίστοιχου των πλοίων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και του Καναδά. Επιπλέον, μεταξύ πλοιοκτητών και ναυτικών, η οποία είχε αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο για την εξέλιξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, είχε κλονιστεί σοβαρά.
Στο τέλος του πολέμου, ο υπό ελληνική σημαία στόλος είχε συρρικνωθεί σε 150 περίπου πλοία, λιγότερα και από όσα είχαν απομείνει μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτήν τη φορά, το έργο της ανασυγκρότησης ήταν εξαιρετικά δυσχερές, αφού στη συμφωνία παραχώρησης των πλοίων που είχε συνάψει η κυβέρνηση Τσουδερού δεν υπήρχε πρόβλεψη αποζημίωσης των πλοιοκτητών σε περίπτωση απώλειας των πλοίων με βάση τις πραγματικές αξίες που είχαν διαμορφωθεί στη διάρκεια του πολέμου.
Το μόνο ουσιαστικό οικονομικό όφελος από τη μεγάλη συνεισφορά της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν οι περίπου 12.000.000 λίρες επιπλέον των διαχειριστικών εξόδων που έλαβαν οι εφοπλιστές. Αυτό το ποσό περιήλθε εξ ολοκλήρου στην απόδημη κυβέρνηση του Καΐρου, με το οποίο αντιμετώπισε τα έξοδα λειτουργίας της και ουδέποτε επεστράφη στους ενδιαφερόμενους εφοπλιστές. Αναγνωρίζοντας ωστόσο την πολύτιμη συνεισφορά του κλάδου, η ίδια κυβέρνηση αναβάθμισε το υφυπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας σε υπουργείο.