ΝΑΥΤΙΛΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΙ (1912-1918)
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η ατμήρης ναυτιλία συνέβαλε σημαντικά τόσο στις προσπάθειες για τη διάσπαση του αποκλεισμού της Κρήτης από την Οθωμανική κυριαρχία κατά την περίοδο 1866-1869, όσο και στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Παρ’ όλα αυτά, εξαιτίας της νίκης των Οθωμανών στον δεύτερο, η συμβολή της δεν αναγνωρίστηκε ευρέως. Ωστόσο, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913 έμελλε να διαμορφώσουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα.
Στις αρχές του 1912, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε ήδη προχωρήσει στην υλοποίηση του οράματός του για τη δημιουργία μιας μεγάλης Ελλάδας. Εκείνη την περίοδο, η υπό ελληνική σημαία ατμήρης ναυτιλία αριθμούσε περίπου 350 ατμόπλοια. Οι συνθήκες που επικρατούσαν ενθάρρυναν την περαιτέρω ανάπτυξή της, και έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1912, λίγο πριν την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, περίπου 40 ακόμα ατμόπλοια είχαν ενταχθεί στο ελληνικό νηολόγιο.
Μόλις λίγες ημέρες πριν το ξέσπασμα του πολέμου, και συγκεκριμένα στις 20 Σεπτεμβρίου 1912, η ελληνική κυβέρνηση επίταξε τα εμπορικά πλοία που βρίσκονταν στον Πειραιά. Η επίταξη συνεχίστηκε και σε άλλα λιμάνια της χώρας, ενώ παράλληλα τα πλοία που βρίσκονταν στο εξωτερικό έλαβαν οδηγίες να πλεύσουν πάση δυνάμει στην Ελλάδα.
Ωστόσο, η διαδικασία αμαυρώθηκε από ένα ατυχές περιστατικό. Τα υπό ελληνική σημαία ατμόπλοια που βρίσκονταν σε τουρκικά λιμάνια δεν ειδοποιήθηκαν έγκαιρα από τις αρμόδιες αρχές. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκαν οι Τούρκοι, οι οποίοι παραβίασαν το Διεθνές Δίκαιο και τα κατακράτησαν αρκετές ημέρες πριν κηρυχθεί ο πόλεμος. Ως αποτέλεσμα, πολλά ελληνικά πλοία δεν συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, ενώ ορισμένα οδηγήθηκαν στην υπηρεσία των εχθρικών δυνάμεων. Τελικά, 40 από αυτά τα πλοία έπλευσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμειναν ανενεργά μέχρι το τέλος του πολέμου.
Οι νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους οδήγησαν στην ανάκτηση εδαφών της χώρας που βρίσκονταν επί αιώνες υπό οθωμανικό ζυγό. Μεταξύ αυτών ήταν και το νησί της Χίου, που μαζί με τις παρακείμενες Οινούσσες, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της ελληνικής ναυτιλίας. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, αυτά τα δύο νησιά είχαν ήδη αναδείξει ικανούς ναυτικούς, αρκετοί από τους οποίους εξελίχθηκαν σε εφοπλιστές με διεθνή παρουσία.
Η καταλυτική συνεισφορά του εμπορικού στόλου στην επιτυχή έκβαση του αγώνα –κυρίως μέσω της ταχείας μεταφοράς στρατευμάτων και εξοπλισμού– χάρισε στη ναυτιλία δύο ένθερμους υποστηρικτές: τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, έναν από τους κορυφαίους συντελεστές της νίκης.
Την ίδια στιγμή ορισμένοι πλοιοκτήτες –με επικεφαλής τον Υδραίο Γκίκα Κουλούρα– προέβαλαν την ανάγκη σύστασης σωματείου για την αποτελεσματικότερη προάσπιση των συμφερόντων του ναυτιλιακού κλάδου. Αυτό όμως δεν ήταν εύκολο εγχείρημα, καθώς τα λίγα ναυτιλιακά γραφεία που μέχρι εκείνη την εποχή είχαν ιδρυθεί από Έλληνες, ήταν διασκορπισμένα, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, συγκεκριμένα στο Λονδίνο, το Κάρντιφ και το Νιούκαστλ. Επίσης, οι περισσότεροι εφοπλιστές ήταν συγχρόνως και πλοίαρχοι των ατμοπλοίων τους. Κατά συνέπεια, τίποτα δεν άλλαξε μέχρι το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1914, με εξαίρεση την προσθήκη περίπου 100 ατμόπλοιων στο ελληνικό νηολόγιο.
Η διαφωνία μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου σχετικά με την τακτική που θα ακολουθούσε η χώρα στον πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα την παραμονή της Ελλάδας στην ουδετερότητα κατά τα πρώτα χρόνια. Τον Μάρτιο του 1915, ο ελληνικός στόλος, αποτελούμενος από 500 ατμόπλοια, βρισκόταν στην ενδέκατη θέση παγκοσμίως με εξαιρετικές προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη.
Ωστόσο, στο σημείο αυτό η εικόνα άρχισε να αλλάζει δραματικά. Το κράτος μαστιζόταν από την πολιτική αστάθεια και η απουσία ενός συλλογικού οργάνου που θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση των πρωτόγνωρων καταστάσεων που δημιούργησε ο πόλεμος, οδήγησε στη μαζική πώληση πλοίων –οι πλοιοκτήτες των οποίων επηρεάστηκαν από τη συνεχή άνοδο των τιμών τους. Η απόφασή τους ενισχύθηκε περαιτέρω από την απειλή των γερμανικών υποβρυχίων, που είχαν αρχίσει να πλήττουν ακόμα και ουδέτερα ελληνικά πλοία. Μέσα σε λίγους μήνες, προτού η ελληνική κυβέρνηση αντιληφθεί τις επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης και απαγορεύσει τις πωλήσεις, το ελληνικό νηολόγιο είχε απωλέσει περισσότερα από 100 ατμόπλοια.
Εν τω μεταξύ, η εκρηκτική άνοδος των ναύλων λόγω του πολέμου επέφερε τεράστια κέρδη στους εφοπλιστές. Ωστόσο, η συνεπαγόμενη αύξηση του μεταφορικού κόστους επηρέασε υπέρμετρα τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί για πρώτη φορά αρνητικό κλίμα εναντίον των Ελλήνων εφοπλιστών στην ίδια τους την πατρίδα. Η εξέλιξη αυτή αναζωπύρωσε την ιδέα της σύσταση οργάνου με σκοπό τη συλλογική αντιμετώπιση των ζητημάτων που αφορούσαν τη ναυτιλία. Αυτό οδήγησε στην ίδρυση της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών στις 16 Φεβρουαρίου του 1916 με έδρα τον Πειραιά και πρώτο πρόεδρο τον Ανδριώτη Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο. Το σύνολο των ιδρυτικών μελών του σωματείου αποτελούσαν ένθερμοι υποστηρικτές του Βενιζέλου, τον οποίο μάλιστα ορισμένοι ακολούθησαν στη Θεσσαλονίκη, όπου σχημάτισε την προσωρινή κυβέρνησή του.
Με την είσοδο της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917, το επίκεντρο της ναυτιλιακής δραστηριότητας των Ελλήνων μεταφέρθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου λειτουργούσε ένας σημαντικός αριθμός ελληνικών ναυτιλιακών γραφείων. Το σύνολο των ατμοπλοίων υπό ελληνική σημαία ναυλώθηκαν στη συμμαχική βρετανική κυβέρνηση με σαφώς χαμηλότερους ναύλους από αυτούς που επικρατούσαν στην ελεύθερη αγορά. Συγχρόνως, τέθηκαν περιορισμοί στο ύψος των ασφαλιστικών αποζημιώσεων που θα καταβάλλονταν σε περίπτωση απώλειας πλοίου λόγω εχθροπραξίας. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η ελληνική ναυτιλία, τα πλοία της οποίας αξιοποιήθηκαν από τις συμμαχικές δυνάμεις στις πλέον επικίνδυνες μεταφορές (γαιανθράκων από το Ηνωμένο Βασίλειο στη Μεσόγειο και μεταλλευμάτων από τη Μεσόγειο στο Ηνωμένο Βασίλειο) υπέστη τον αποδεκατισμό κυρίως από πυρά γερμανικών υποβρυχίων. Με τη λήξη του πολέμου, ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων, έχοντας καταγράψει τις μεγαλύτερες απώλειες συγκριτικά με τις ναυτιλίες των άλλων κρατών της Αντάντ, είχε συρρικνωθεί δραματικά σε σχέση με τον ισχυρό στόλο του 1915.
Κατά την περίοδο της ελληνικής ουδετερότητας κατά τα έτη 1915 και 1916, αρκετοί Έλληνες εφοπλιστές είχαν αποκομίσει εξαιρετικά κέρδη από τις πωλήσεις, τις ασφαλιστικές αποζημιώσεις και την εκμετάλλευση των ατμοπλοίων τους στη διάρκεια του πολέμου. Το γεγονός αυτό έδινε τη δυνατότητα της σταδιακής ανασυγκρότησης του στόλου και την επάνοδο των Ελλήνων στις διεθνείς αγορές.
Στη συνέχεια, όμως, τον Νοέμβριο του 1917, η ελληνική κυβέρνηση επέβαλε έκτακτη βαριά φορολογία με αναδρομική ισχύ επί όλων των κερδών από τη διαχείριση πλοίων από το 1915, καθώς και επί της υπεραξίας που είχε δημιουργηθεί είτε από την πώληση είτε από την ασφαλιστική αποζημίωση των απολεσθέντων σκαφών. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, στην προσπάθεια του να ανακτήσει το συντομότερο δυνατό η χώρα έναν αξιόλογο εμπορικό στόλο, ο οποίος θα μπορούσε να συμβάλλει καθοριστικά στην περίπτωση μιας νέας σύρραξης, συμπεριέλαβε στο νόμο ένα ειδικό διάταγμα. Προβλεπόταν, επομένως, η απαλλαγή του παραπάνω φόρου στους πλοιοκτήτες που εντός πενταετίας από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα προέβαιναν στην αγορά ή στη ναυπήγηση πλοίων προς αντικατάσταση αυτών που είχαν πουληθεί ή αποζημιωθεί. Το διάταγμα αυτό, του οποίου η προθεσμία μειώθηκε από πέντε χρόνια σε δύο το 1919, οδήγησε πολλούς πλοιοκτήτες στη βεβιασμένη απόφαση να επενδύσουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους για την απόκτηση πλοίων σε εντελώς λανθασμένο χρόνο. Αυτό αποδείχθηκε καταστροφικό για τους περισσότερους, καθώς, επίσης, οδήγησε στην ποιοτική υποβάθμιση της ναυτιλίας τα επόμενα χρόνια.