ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ (1930-1939)

Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 είχε μεγάλη διάρκεια. Επηρέασε αρνητικά και τη ναυτιλία επί μία τουλάχιστον τετραετία, ενώ η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών συντελέστηκε με αργούς ρυθμούς.

Τα βαθύτερα αίτια της κρίσης χρονολογούνται στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα περισσότερα κράτη άρχισαν να υιοθετούν πολιτικές οικονομικής αυτάρκειας. Επιδίωξαν την ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής τους, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις διεθνείς συναλλαγές, γεγονός το οποίο οδήγησε στη μείωση του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου. Παράλληλα, η δραστική μείωση της παγκόσμιας κατανάλωσης, ιδιαίτερα σε χώρες με μεγάλο πληθυσμό όπως η Ινδία και η Κίνα, αλλά και το νέο καθεστώς στη Ρωσία που διαφοροποίησε ριζικά τις εμπορικές σχέσεις της χώρας με ξένα κράτη, έθεσαν νέα δεδομένα στην παγκόσμια οικονομία. Η έκβαση του πολέμου και οι επιπτώσεις του στην πολιτική σταθερότητα πολλών ευρωπαϊκών κρατών επέβαλε αλλαγές στις εμπορικές τους πολιτικές. Τέλος, η εκτίμηση του ρόλου που διαδραματίζει το εμπορικό ναυτικό σε περιόδους πολέμου οδήγησε όχι μόνο στην ενίσχυση αλλά και στη δημιουργία αρκετών εθνικών στόλων.

Μέσα σε αυτό το μεταβαλλόμενο σκηνικό, οι προοπτικές της ελληνικής ναυτιλίας, η οποία εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις μεταφορικές ανάγκες τρίτων, εμφανίζονταν εκ των πραγμάτων δυσοίωνες. Η φυσιολογική κατάληξη ενός στόλου που αποτελούταν κατά κύριο λόγο από πλοία μεγάλης σχετικά ηλικίας στη διάρκεια μιας κρίσης αυτού του μεγέθους, ήταν στα διαλυτήρια ή, στην καλύτερη περίπτωση, στα αγκυροβόλια του παροπλισμού, στα οποία άρχισαν να συσσωρεύονται πολλά ελληνικά πλοία.

Τα προβλήματα όμως δεν αφορούσαν μόνο τους Έλληνες εφοπλιστές. Μάλιστα, τα κεφάλαια που είχαν επενδυμένα στη ναυτιλία ήταν σχετικά μικρά σε σύγκριση με αλλοδαπούς πλοιοκτήτες. Ίσως για πρώτη φορά, η βρετανική ναυτιλία αντιμετώπιζε μια πρωτόγνωρη κρίση που απειλούσε τα θεμέλια της ισχυρής ναυτιλιακής της βιομηχανίας. Οι βρετανικές τράπεζες, που μέχρι τότε είχαν στηρίξει δυναμικά την ανάπτυξη του εμπορικού στόλου της Βρετανίας, άρχισαν να απαιτούν την πώληση των καταχρεωμένων πλοίων. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε στη μαζική εκποίηση στόλων, με αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση των τιμών των πλοίων. Λίγο αργότερα, η κατάσταση ανάγκασε τη βρετανική κυβέρνηση να λάβει προστατευτικά μέτρα και οικονομικές επιδοτήσεις για τη ναυτιλία της χώρας. Η απόφαση αυτή κρίθηκε απαραίτητη, δεδομένου ότι, παραδοσιακά, ο ναυτιλιακός τομέας ήταν πάντα σημαντικός για τη διατήρηση της βρετανικής ναυπηγικής βιομηχανίας.

Από την άλλη πλευρά, η εικόνα στην Ελλάδα ήταν εντελώς διαφορετική. Το κράτος αδυνατούσε να χαράξει μια πολιτική που θα ενίσχυε έστω και έμμεσα την εμπορική ναυτιλία. Την ίδια περίοδο, τα ναυτεργατικά σωματεία με την ανοχή της πολιτείας απαιτούσαν περισσότερες απολαβές και προνόμια, ενώ τα κρούσματα απειθαρχίας πολλαπλασιάζονταν στα πλοία. Παράλληλα, η γραφειοκρατία δυσχέραινε την επίλυση των θεμάτων που πρόκυπταν. Σύντομα, η θέσπιση φορολογίας επί τεκμαρτού εισοδήματος των εφοπλιστών σε μια εποχή τεράστιων ζημιών περιέπλεκε ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες, η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών ενημέρωσε με υπόμνημα τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο τον Σεπτέμβριο του 1932, για τα παραπάνω προβλήματα που είχαν πλέον οδηγήσει στην ύψωση της παναμαϊκής σημαίας σε αρκετά νεοαποκτηθέντα πλοία.

Ο Βενιζέλος όμως δεν πρόλαβε να απαντήσει, καθώς δύο μήνες αργότερα ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, Παναγής Τσαλδάρης, ορκίστηκε πρωθυπουργός. Στη συνέχεια, η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών του απέστειλε ψήφισμα, με το οποίο τα μέλη της περιέγραφαν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο κλάδος και δήλωναν την αδυναμία τους να εξακολουθήσουν να διαχειρίζονται πλοία υπό ελληνική σημαία. Ο Τσαλδάρης αντέδρασε άμεσα και μετά από σύντομες επαφές των εκπροσώπων του εφοπλισμού με τους αρμόδιους αξιωματούχους, αποφασίστηκε η καθιέρωση ενός ενιαίου, δραστικά μειωμένου, μισθολογίου για τους ναυτικούς. Το «μισθολόγιο πείνας», όπως καταγράφηκε στην ιστορία, υπογράφηκε κατά πλειοψηφία από τα ναυτεργατικά σωματεία τον Απρίλιο του 1933, επιτρέποντας στα υπό ελληνική σημαία πλοία να παραμείνουν ανταγωνιστικά. Ως ένδειξη καλής διάθεσης, αρκετά από τα ελληνόκτητα πλοία που είχαν αποκτηθεί υψώνοντας την παναμαϊκή σημαία ύψωσαν την ελληνική. Ωστόσο, ένας αριθμός ναυτεργατών εξακολουθούσε να δημιουργεί προβλήματα, με κυριότερα από αυτά τα συνεχή κρούσματα ασθενειών και τραυματισμών, τα οποία στα τέλη του 1935 προκάλεσαν την παρέμβαση των Βρετανών ασφαλιστών.

Όσον αφορά την αμιγώς επιχειρηματική δραστηριότητα, οι Έλληνες εφοπλιστές αντιλαμβάνονταν ότι ο χρόνος κυλούσε εναντίον τους και ότι δεν είχαν το περιθώριο να περιμένουν την άνοδο της ναυλαγοράς. Οι περισσότεροι γνώριζαν ότι τα πλοία που παροπλίζονταν δύσκολα θα μπορούσαν να επαναδραστηριοποιηθούν και άρχισαν να σκέπτονται την αντικατάστασή τους με νεότερης χωρητικότητας πλοία.

Στην κρίσιμη εκείνη συγκυρία, ο Μανώλης Ηλ. Κουλουκουντής, επικεφαλής τότε του μεγαλύτερου ελληνικού ναυτιλιακού γραφείου στο Λονδίνο, συγκρότησε ένα σχέδιο πώλησης των παλαιών ατμόπλοιων και την παράλληλη αντικατάστασή τους με νεότερα. Με δεδομένο ότι τα δάνεια των ελληνικών πλοίων δεν αφορούσαν υπέρογκα ποσά, το σχέδιο βρήκε θετική ανταπόκριση μεταξύ των πιστωτών, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει η σταδιακή αντικατάσταση των περισσότερων πλοίων μεγάλης ηλικίας του ελληνικού στόλου. Έτσι το 1934, όταν η ναυλαγορά άρχισε να ανακάμπτει, η ελληνική ναυτιλία είχε πλέον στο δυναμικό της έναν εκσυγχρονισμένο στόλο που της επέτρεπε να συναγωνίζεται επί ίσοις όροις τα υπόλοιπα κράτη, τα οποία είχαν εντωμεταξύ λάβει προστατευτικά μέτρα για να διαφυλάξουν τις ναυτιλιακές τους βιομηχανίες.

Παρά τη σταδιακή βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, υπήρχαν ακόμα προβλήματα που επηρέαζαν την παγκόσμια ναυτιλία. Στο πλαίσιο αυτό, τον Ιανουάριο του 1935, πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο η Διεθνής Ναυτική Συνδιάσκεψη με τη συμμετοχή πολλών ναυτικών κρατών, κατά την οποία εκπονήθηκε σχέδιο προσαρμογής της προσφοράς πλοίων προς την παγκόσμια ζήτηση.

Σε συνάντηση των Ελλήνων εφοπλιστών με τους Βρετανούς συναδέλφους τους, λίγο μετά τη συνδιάσκεψη, οι πρώτοι με επικεφαλής τον Μανώλη Κουλουκουντή παρουσίασαν το σχέδιό τους για να καταστούν οι μεταφορές σιτοφορτίων από την Αργεντινή προς την Ευρώπη πιο προσοδοφόρες. Οι Βρετανοί υιοθέτησαν την ιδέα και το σχέδιο, γνωστό ως «minimum rate scheme» (καθεστώς ελάχιστου ναύλου), το οποίο εφαρμόστηκε και από ναυτιλίες άλλων κρατών. Αυτό συνέβαλε στην άνοδο της ναυλαγοράς που λίγους μήνες αργότερα ενισχύθηκε περαιτέρω με την κήρυξη του Β’ Ιταλο-Αιθιοπικού Πολέμου το 1935. Οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για την εφαρμογή του σχεδίου οδήγησαν στη σύσταση άτυπου διεθνούς οργάνου με την επωνυμία «Tramp Shipping Co-operation Committee». Ο συγκεκριμένος οργανισμός αποτέλεσε τον πρόδρομο της δημιουργίας του «Greek Shipping Co-operation Committee» στο Λονδίνο, που έκτοτε προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην ελληνική εμπορική ναυτιλία.

Η σταδιακή ανάκαμψη της ναυλαγοράς οδήγησε για μια ακόμα φορά αρκετούς Έλληνες εφοπλιστές στα βρετανικά ναυπηγεία με διαδοχικές παραγγελίες φορτηγών πλοίων, τα οποία άρχισαν να παραλαμβάνονται από το 1936.

Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ξέσπασε ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος. Στη διάρκειά του σημειώθηκαν αρκετές απώλειες ελληνικών ατμοπλοίων, ενώ ορισμένα κατακρατήθηκαν από τις δυνάμεις του Φράνκο. Ένα μήνα αργότερα, η ελληνική ναυτιλία κατέγραψε έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς της, την ίδρυση ενός αυτόνομου διοικητικού οργάνου. Συγκεκριμένα, στις 23 Μαρτίου 1936, συστάθηκε υφυπουργείο Ναυτικών υπό το Υπουργείο Ναυτικών με σκοπό τη διαχείριση θεμάτων που αφορούσαν την εμπορική ναυτιλία, ενώ ως υφυπουργός τοποθετήθηκε ο διακεκριμένος νομικός Δευκαλίων Ρεδιάδης.

Την ίδια περίοδο, η Ελλάδα βρισκόταν αντιμέτωπη με διαρκή πολιτική αναταραχή. Το 1936 απεβίωσαν ο Βενιζέλος και ο Τσαλδάρης με διαφορά δύο μηνών. Εν τω μεταξύ, ο στρατιωτικός Γεώργιος Κονδύλης είχε κηρύξει πραξικόπημα τον Οκτώβριο του 1935, καταργώντας τον θεσμό της προεδρευομένης δημοκρατίας και προετοιμάζοντας δημοψήφισμα για την επαναφορά της βασιλείας. Λίγους μήνες αργότερα, μετά την παραίτηση του Κονδύλη και τον αιφνίδιο θάνατο του διαδόχου του στην πρωθυπουργία Κωνσταντίνου Δεμερτζή, την εξουσία ανέλαβε ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος επέβαλε το καθεστώς διδακτορίας στις 4 Αυγούστου 1936, αλλάζοντας το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Προερχόμενος από τις τάξεις του στρατού και διαβλέποντας τα σύννεφα του πολέμου πάνω από την Ευρώπη, ο Μεταξάς άρχισε να προετοιμάζει τη χώρα γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Αναγνωρίζοντας τη σημασία του εμπορικού ναυτικού σε καιρό πολέμου, προχώρησε άμεσα στην ενίσχυση των μηχανισμών λειτουργίας της ναυτιλίας. Συνέστησε αυτόνομο υφυπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, στο οποίο ανέλαβε ως επικεφαλής ο μέχρι τότε υφυπουργός Δευκαλίων Ρεδιάδης, ενώ λίγους μήνες αργότερα ιδρύθηκε και το Ναυτικό Επιμελητήριο της Ελλάδος με πρώτο πρόεδρο τον Γεώργιο Ε. Εμπειρίκο.

Η καταστρατήγηση του «minimum rate scheme» από μερίδα εφοπλιστών και η αδυναμία των εκπροσώπων του κλάδου να πείσουν το αρμόδιο υφυπουργείο να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, οδήγησαν μία αντιπροσωπεία των εφοπλιστών στον ίδιο τον Μεταξά. Η αντιπροσωπεία εξέθεσε στον πρωθυπουργό την ανάγκη να θεσπιστεί νόμος που θα υποχρέωνε τους Έλληνες εφοπλιστές να τηρούν τη συμφωνία με τους Βρετανούς ομολόγους τους. Ο Μεταξάς ανταποκρίθηκε θετικά, και από τις 12 Σεπτεμβρίου 1938 η τήρηση του σχεδίου έγινε δια νόμου υποχρεωτική. Στην ίδια συνάντηση, δήλωσε για πρώτη φορά δημόσια ότι σε περίπτωση πολέμου η Ελλάδα δεν θα βρισκόταν ποτέ σε αντίπαλο στρατόπεδο από τους Βρετανούς.

Την ίδια εποχή όμως, η Ευρώπη βρισκόταν στα πρόθυρα γενικευμένης σύρραξης και αυτό οδήγησε σταδιακά στον εκφυλισμό των διεθνών συμφωνιών. Τα προστατευτικά μέτρα εντάθηκαν, ενώ οι Βρετανοί άρχισαν να εγκαταλείπουν τις αρχές του φιλελευθερισμού. Η σειρά προτεραιότητας στις ναυλώσεις σιτοφορτίων από την Αργεντινή καταργήθηκε από την αρμόδια επιτροπή, δίνοντας προτεραιότητα φόρτωσης στα βρετανικά πλοία.

Τον Απρίλιο του 1939 τερματίστηκε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία. Ωστόσο, στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, ξέσπασε η πιο καταστροφική πολεμική σύρραξη στη σύγχρονη ιστορία, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Την επομένη ημέρα της κήρυξης του πολέμου, και ενώ το ελληνικό ατμόπλοιο ΚΩΣΤΗΣ καταστράφηκε μετά από πρόσκρουση σε νάρκη, η Tramp Shipping Co-operation Committee γνωστοποίησε με ένα συνοπτικό τηλεγράφημα την κατάργηση του «minimum rate scheme».

Ένα μήνα μετά, κι ενώ η Ελλάδα βρισκόταν ακόμα στην ουδετερότητα, το φορτηγό πλοίο ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ τορπιλίστηκε και βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο έξω από τις βρετανικές ακτές. Ο εφιάλτης για την ελληνική ναυτιλία είχε μόλις αρχίσει.

Shares
Shares