SAFETY MANAGEMENT OVERSEAS

Η Safety Management Overseas αποτελεί σύγχρονη έκφραση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων της οικογένειας του Βάσσου Π. Χατζηωάννου, ιδρυτή της Alassia Steamship Co. Ltd.

Γεννημένος το 1933 στον Πεδουλά, ένα χωριό του όρους Tρόοδος στην Κύπρο, ο Βάσσος Π. Χατζηωάννου ήταν ένα από τα δώδεκα παιδιά του Πελοπίδα και της Μαρίτσας Χατζηωάννου. Οι οικονομικές δυνατότητες της πολυμελούς οικογένειας ήταν εξαιρετικά περιορισμένες και έτσι το 1953, στα 20 του μόλις χρόνια, αποφάσισε να μεταναστεύσει στη Jeddah της Σαουδικής Αραβίας για να βοηθήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του Λουκά, ο οποίος είχε ήδη εγκατασταθεί εκεί και ασχολούνταν με πρακτορεύσεις πλοίων, αντιπροσωπείες και γενικότερα με την παροχή υπηρεσιών στον ναυτιλιακό χώρο.

Μετά από πολλές και σκληρές προσπάθειες και παρά τις αντίξοες συνθήκες, η επιχείρηση των αδελφών Χατζηωάννου προόδευσε σημαντικά κερδίζοντας παράλληλα τη βαθιά εκτίμηση των τοπικών παραγόντων. Από την άλλη πλευρά, η φύση της εργασίας τους και η συνεχής επαφή με τους πλοιάρχους των πλοίων που εξυπηρετούσαν –στην πλειοψηφία ελληνικών συμφερόντων– τους προσέφερε ανεκτίμητες γνώσεις γύρω από τη ναυτιλιακή επιχείρηση. Οι εμπειρίες αυτές αποτέλεσαν σημαντικό όπλο στη μετέπειτα προσπάθειά τους να δραστηριοποιηθούν στον εφοπλιστικό χώρο.

Ο Βάσσος Χατζηωάννου παρέμεινε στη Σαουδική Αραβία μέχρι το 1962 οπότε την επιχείρηση ανέλαβε ένας μικρότερος αδελφός του. Εν τω μεταξύ, ο Λουκάς Χατζηωάννου, το 1958 είχε παντρευτεί ενώ είχε μεταβεί στο Λονδίνο από το 1959 οπότε αγόρασε το πρώτο οικογενειακό πλοίο. Επρόκειτο για ένα φορτηγό ατμόπλοιο κατασκευής 1942, στο οποίο έδωσε το όνομα της γυναίκας του ΝΕDI, αναθέτοντας τη διαχείρισή του στο γραφείο Tharros της οικογένειας του Αριστείδη Ξυλά. Στο πλοίο αυτό, όπως και στα υπόλοιπα που απέκτησε στη συνέχεια, είχε μειοψηφικό ποσοστό και ο Βάσσος, ο οποίος ασχολούνταν κυρίως με τον τομέα των ναυλώσεων. Το 1961 ο Λουκάς ίδρυσε στο Λονδίνο την Troodos Shipping. Η συνεργασία των δύο αδελφών συνεχίστηκε μέχρι το 1969 οπότε, δεδομένου ότι οι οικογένειες και των δύο μεγάλωναν –ο Βάσσος είχε παντρευτεί τη συμπατριώτισσά του Στάλω το 1963 και είχαν ήδη αποκτήσει τρία από τα πέντε παιδιά τους– αποφάσισαν από κοινού να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους διαχωρίζοντας φιλικά τα συμφέροντά τους.

Η Alassia Steamship Co. Ltd., όπως ονομάστηκε η εταιρεία που δημιούργησε ο Βάσσος Χατζηωάννου, ξεκίνησε επίσημα τις εργασίες της την 1η Μαΐου 1969 από τα γραφεία της στο City του Λονδίνου ελέγχοντας δύο φορτηγά πλοία τα οποία είχαν αγοραστεί το 1968, το PELOPIDAS 2, κατασκευής 1936, και το αδελφό του ΜARITSA 2, κατασκευής 1937. Την ίδια χρονιά, εντάχθηκαν στο στόλο και τα φορτηγά ΕLENI και KANARIS, κατασκευής 1939. Όλα τα παραπάνω πλοία νηολογήθηκαν στην Αμμόχωστο και τέθηκαν υπό σημαία Κύπρου, η οποία τότε γνώριζε ημέρες μεγάλης ανάπτυξης, με τη στήριξη πολλών Ελλήνων εφοπλιστών που συνέβαλλαν καθοριστικά στην ανόρθωση της οικονομίας της.

Ο Βάσσος Χατζηωάννου συνέχισε να αναπτύσσει το στόλο της Alassia αγοράζοντας το 1970 δύο ακόμη φορτηγά πλοία, κατασκευής 1953 και 1955, τα οποία ύψωσαν σημαία Κύπρου και ονομάστηκαν STALO και STELIOS αντίστοιχα. Σταθμός στην εξέλιξη της εταιρείας υπήρξε η απόκτηση τεσσάρων φορτηγών πλοίων το 1972 από τη βρετανική εταιρεία King Line, δύο κατασκευασμένα το 1952, ένα το 1953 και ένα το 1957, τα οποία εντάχθηκαν στο στόλο ως ΕLLI 2, KANARIS, TOULLA και ELENI 2 αντίστοιχα, όλα υπό σημαία Κύπρου. Η ένταξη των πλοίων στο στόλο της εταιρείας έγινε σε ιδανικό χρόνο, μιας και συνέπεσε με την εκτίναξη των ναύλων την εποχή εκείνη, με αποτέλεσμα την εντυπωσιακή ισχυροποίησή της μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Η εξέλιξη αυτή πραγματοποιήθηκε μόλις ένα χρόνο μετά την απόφαση του Βάσσου Χατζηωάννου να μεταστεγαστεί οικογενειακώς στην Ελλάδα ιδρύοντας γραφεία στον ραγδαία αναπτυσσόμενο τότε Πειραιά. Με την έλευσή του στην Ελλάδα ανήγηρε κτήριο γραφείων επί της κεντρικής Λεωφόρου 2ας Μεραρχίας, στο οποίο στεγάστηκαν και άλλες επιχειρήσεις πέρα από τη δική του.

Οι δραματικές εξελίξεις στην ιδιαίτερη πατρίδα του το 1974 συγκλόνισαν τον Βάσσο Χατζηωάννου, ο οποίος έσπευσε να παραχωρήσει εκτάσεις που είχε αποκτήσει στη Λευκωσία με σκοπό να δημιουργηθούν καταυλισμοί για τους πρόσφυγες, ενώ παράλληλα προσέφερε ένα σημαντικό –και δυσανάλογα μεγάλο για τις τότε οικονομικές του δυνατότητες– ποσό για τη στήριξη του κυπριακού αγώνα. Συγχρόνως, αποφάσισε να διατηρήσει όλα τα πλοία του υπό τη σημαία της Κύπρου, στο νηολόγιο της Λεμεσού πλέον, μιας και η Αμμόχωστος είχε καταληφθεί από τουρκικές δυνάμεις, σε μια εποχή που η δυναμική ανάπτυξης που είχε μέχρι τότε γνωρίσει το συσταθέν το 1964 κυπριακό νηολόγιο σημείωνε πλήρη αναστροφή εξαιτίας των γεγονότων του Ιουλίου του 1974.

Σε αντίθεση με τον αδελφό του Λουκά, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε με ιδιαίτερο δυναμισμό κυρίως στο χώρο των δεξαμενοπλοίων, ο Βάσσος Χατζηωάννου υπήρξε σχετικά συγκρατημένος με τις επενδύσεις του στη ναυτιλία, ενώ ασχολήθηκε αποκλειστικά με πλοία μεταφοράς ξηρού φορτίου –αρχικά γενικών φορτίων και αργότερα bulk carriers. Το 1973 απέκτησε το πρώτο του bulk carrier, ένα πλοίο 40.000 dwt ηλικίας πέντε ετών, αντί του τεράστιου για την εποχή ποσού των 11 εκατομμυρίων δολαρίων που ωστόσο αντανακλούσε την ανθούσα τότε ναυλαγορά. Το STALO 2, όπως ονομάστηκε η ναυαρχίδα του τότε στόλου, ναυλώθηκε για δύο χρόνια σε Κινέζους. Όταν όμως έληξε η ναύλωσή του και η αγορά είχε σημειώσει κάθετη πτώση –μαζί και οι αξίες των πλοίων– βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση έχοντας την υποχρέωση αποπληρωμής ενός μεγάλου χρέους απέναντι στη δανείστρια τράπεζα.

Η εργατικότητα σε συνδυασμό με την ευστροφία του τον έβγαλαν σύντομα από τη δύσκολη θέση. Την εποχή εκείνη υπήρχε οικοδομικός οργασμός στη Σαουδική Αραβία. Ο Βάσσος Χατζηωάννου αποτάνθηκε σε παλιούς γνώριμους και φίλους από τα χρόνια που εργαζόταν στη Jeddah και βρήκε θετική ανταπόκριση, κατορθώνοντας να αναστρέψει τα αρνητικά δεδομένα. Έκλεισε συμφωνία για την προμήθεια τριών περίπου εκατομμυρίων τόνων τσιμέντου, ενώ συνδυάζοντας τη μεταφορά με το εμπόριο αγόραζε ο ίδιος τσιμέντα και τα μετέφερε με τα πλοία του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να ξεπεράσει την κρίση αλλά να βγει και ωφελημένος. Όπως ο ίδιος έλεγε, αυτό ήταν απότοκος των γνωριμιών και του καλού ονόματος που είχε δημιουργήσει εργαζόμενος με συνέπεια και επαγγελματισμό στη Σαουδική Αραβία, κάτι το οποίο πάντοτε φρόντιζε να διατηρεί πάση θυσία.

Την αρχή αυτή ακολούθησε ακόμη και όταν αργότερα αναγκάστηκε να ακυρώσει παραγγελίες για τη ναυπήγηση δύο φορτηγών πλοίων τύπου SD-14 και δύο ακόμα φορτηγών παρόμοιας μεταφορικής ικανότητας, τις οποίες είχε τοποθετήσει το 1976 σε βρετανικά και ιαπωνικά ναυπηγεία. Έχοντας προνοήσει την προαγορά στερλινών και ιαπωνικών γεν για να καλύπτονται οι δόσεις, αφού οι παραγγελίες είχαν κλειστεί σε τοπικά νομίσματα και ο ίδιος δεν επιθυμούσε να εκτίθεται σε συναλλαγματικό ρίσκο, ακύρωσε τις παραγγελίες χάνοντας στο ακέραιο τις προκαταβολές που είχε ήδη καταβάλει όπως ακριβώς προέβλεπαν τα συμβόλαια. Εκείνη τη στιγμή έχασε βέβαια ένα σεβαστό ποσό, όμως η αποφυγή παραλαβής υπερτιμημένων πλοίων καθώς και η υπερτίμηση των γεν που είχε προαγοράσει, όχι μόνο υπερκάλυψαν τη ζημιά αλλά τελικά τον άφησαν και ωφελημένο, και μάλιστα χωρίς να απωλέσει την επιχειρηματική του φήμη.

Η συνέχεια ήταν ιδιαίτερα θετική. Λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας του 1970, εκμεταλλευόμενος την άνοδο της ναυλαγοράς ολοκλήρωσε τη στροφή του προς τα bulk carriers, πουλώντας σε καλές τιμές τα πλοία μεταφοράς γενικού φορτίου και αγοράζοντας παράλληλα το 1979 δύο bulk carriers, κατασκευής 1968, τα οποία μετονόμασε PELOPIDAS και MARITSA. Δύο χρόνια αργότερα, όταν η αγορά είχε ανέβει, πουλήσε το πρώτο με σημαντικό κέρδος παραμένοντας μόνο με δύο bulk carriers, γεγονός το οποίο υπήρξε ευεργετικό εν όψει της καταστροφικής κρίσης που ακολούθησε. Απέφυγε να επενδύσει στην αγορά άλλων πλοίων στη διάρκεια της κρίσης, πέρα από ένα bulk carrier που αγόρασε στα τέλη του 1983 και το οποίο πούλησε με σημαντικό κέρδος το 1988 σε κινεζικά συμφέροντα. Τελικά, το 1986 επέλεξε να αγοράσει δύο bulk carriers, 40.000 dwt περίπου, ηλικίας εννέα ετών, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές –κυριολεκτικά στη χειρότερη φάση της κρίσης, αφού η ναυλαγορά άρχισε τη σταδιακή της ανάκαμψη αμέσως μετά την παραλαβή τους.

Η εξαιρετική διαχείριση της κρίσης έθεσε τα θεμέλια πάνω στα οποία η Alassia Steamship Co. Ltd., με τη βοήθεια της νέας γενιάς της οικογένειας –τον πρωτότοκο γιο του Βάσσου Χατζηωάννου, Πόλυ, ο οποίος σπούδασε ναυπηγός, και αργότερα τον Νίκο– πέρασε στην τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα με μια εντελώς νέα φιλοσοφία, η οποία στόχευε στην προσφορά υπηρεσιών υψηλών προδιαγραφών στις παγκόσμιες θαλάσσιες μεταφορές με έναν διαρκώς ανανεούμενο στόλο από νεότευκτα bulk carriers.

Η νέα εποχή της εταιρείας άρχισε το 1995 με την παραλαβή των δύο πρώτων panamax bulk carriers της από τα ναυπηγεία Samsung Heavy Industries Co. Ltd. στην ραγδαία ανερχόμενη τότε στο χώρο των νέων κατασκευών Νοτίου Κορέας. Λίγο πριν την παραλαβή τους, ο Βάσσος Χατζηωάννου ανακοίνωσε στο γιο του Πόλυ ότι από εκείνη τη στιγμή οι πρωτοβουλίες για την περαιτέρω ανάπτυξη της εταιρείας περνούσαν στη νέα γενιά, ενώ εκείνος θα παρέμενε ως σύμβουλος. Ακολούθησε κατά γράμμα την απόφασή του, παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις 62 ετών, παραμένοντας ως ανεκτίμητος σύμβουλος και άγρυπνος φρουρός στις προσπάθειες των γιων του.

Τη στιγμή της εθελοντικής αποστρατείας του από την καθημερινότητα της οικογενειακής επιχείρησης, ο Βάσσος Χατζηωάννου έβαζε τη σφραγίδα του στην αλλαγή του ονόματος της εταιρείας. Με την επικείμενη εφαρμογή του ISM Code που προϋπέθετε την ύπαρξη μιας άλλης εταιρείας full management στην Ελλάδα, τέθηκε από τον Πόλυ το συγκεκριμένο θέμα. Σε ερώτηση του πατέρα του γιατί θα έπρεπε να γίνει αυτή η αλλαγή, έλαβε την απάντηση «για να είμαστε συνεπείς στις απαιτήσεις του Safety Management Code». Είπε, λοιπόν, με τη σειρά του: «Να δώσετε το όνομα Safety Management, προσθέστε και τη λέξη “Overseas” και τελειώσαμε!».

 

Το 2002 ο Βάσσος Χατζηωάννου έφυγε πρόωρα από τη ζωή αφήνοντας πίσω του σημαντικό επιχειρηματικό και κοινωφελές έργο. Σύμφωνα με τους οικείους του όμως, η μεγαλύτερή του επιτυχία ήταν η μεθοδική προετοιμασία του γιού του Πόλυ στην ανάληψη και την εξέλιξη του έργου του.

Ο Πόλυς Χατζηωάννου ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας σε ηλικία 36 ετών. Μέσα σε 14 χρόνια ο στόλος της έφτασε τα 38 πλοία, τα περισσότερα εκ των οποίων νεότευκτα. Σημαντικός σταθμός στην πορεία της εταιρείας ήταν η είσοδός της στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το 2008, με τη διατήρηση του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών από την οικογένεια Χατζηωάννου. Εν τω μεταξύ, ο νεότερος αδελφός του Πόλυ, ο Νίκος Χατζηωάννου, ακολούθησε και εκείνος τα χνάρια του πατέρα του αναβιώνοντας την Alassia μέσω της Alassia Newships Management.

Shares
Shares