Γεώργιος Αριστείδη Εμπειρίκος
O Γεώργιος Εμπειρίκος, γιος του Ανδριώτη Αριστείδη Γ. Εμπειρίκου (1879-1945) και της Χιώτισσας Μαρίας Χ. Σαλιάρη (1891-1971), γεννήθηκε στην Αθήνα το 1920. Ο πατέρας του ήταν νεότερος αδελφός του διακεκριμένου Έλληνα εφοπλιστή Σταμάτιου Γ. Εμπειρίκου (1868-1934), ιδρυτή το 1896 του ομίλου S.G. Embiricos Ltd. με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, που με τη δραστηριότητά του συνέβαλε αποφασιστικά στην εξέλιξη της ατμήρους ναυτιλίας των Ελλήνων τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Από την πλευρά της οικογένειας της μητέρας του, ο παππούς του, πλοίαρχος Χριστόφορος Κ. Σαλιάρης (1844-1898), από το Βροντάδο της Χίου, υπήρξε εκ των θεμελιωτών της μεγάλης ναυτικής παράδοσης της γενέτειράς του. Τη δραστηριότητά του στην ατμήρη ναυτιλία συνέχισαν οι γιοι του μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Ο Αριστείδης Εμπειρίκος ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών και εξελίχθηκε σε πλοίαρχο, ταξιδεύοντας με πλοία της οικογένειάς του, στα οποία είχε μετοχική συμμετοχή. Από το 1910 ασχολήθηκε κυρίως με τη διεύθυνση της επιχείρησης εισαγωγής γαιανθράκων Σ.Γ. Εμπειρίκος με έδρα τον Πειραιά, την οποία ίδρυσε μαζί με τον αδελφό του Σταμάτιο. Η συγκεκριμένη επιχείρηση καταξιώθηκε στην Ελλάδα ως η μεγαλύτερη στο είδος της κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Ο Γεώργιος Εμπειρίκος μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών στην Αθήνα φοίτησε στο St. Catharine’s College του University of Cambridge, ενώ στη συνέχεια απέκτησε πτυχίο Νομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1945, εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη –η οποία την εποχή εκείνη αποτέλεσε ορμητήριο της μεταπολεμικής δραστηριότητας των περισσότερων Ελλήνων εφοπλιστών– με στόχο την αυτόνομη είσοδό του στον εφοπλιστικό στίβο.
Τον Νοέμβριο του 1946 πραγματοποίησε την πρώτη του επένδυση, αγοράζοντας το υπό σημαία ΗΠΑ φορτηγό πλοίο RΟΒΙΝ ΑDAIR, κατασκευής 1920, το οποίο μετονομάστηκε ΒΟΝΑVENTURE υψώνοντας σημαία Παναμά. Η συνέχεια υπήρξε εντυπωσιακή, με τον ίδιο τον Εμπειρίκο να καθίσταται σε σύντομο χρονικό διάστημα ένας από τους πλέον έγκριτους γνώστες του ναυτιλιακού επαγγέλματος χάρη στο πάθος της μελέτης που τον διέκρινε και που εξακολούθησε να τον διακρίνει σε όλο το φάσμα της ζωής του.
To 1947 αγόρασε ένα Liberty, κατασκευής 1944, το οποίο ονόμασε ENTERPRISE υπό σημαία Παναμά, ενώ παράλληλα προχώρησε στην ίδρυση του ναυτιλιακού γραφείου Western Shipping Corporation με έδρα τη Νέα Υόρκη. Την εκπροσώπησή του στο Λονδίνο ανέθεσε στο γραφείο S.G. Embiricos Ltd., το οποίο διηύθυνε ο ξάδελφός του Γεώργιος Σ. Εμπειρίκος.
Συνεχίζοντας την πορεία του στον ναυτιλιακό χώρο, το 1949 απέκτησε δύο ακόμα πλοία. Το πρώτο ήταν ένα Liberty, κατασκευής 1942, το οποίο μετονόμασε RESOLUTE υψώνοντας παναμαϊκή σημαία. Το δεύτερο ήταν ένα καναδέζικο δεξαμενόπλοιο πολεμικής κατασκευής, το οποίο μετέτρεψε αμέσως σε φορτηγό μετονομάζοντάς το BUCCANEER, επίσης υπό σημαία Παναμά. Ακολούθησε το 1950 η αγορά δύο καναδέζικων φορτηγών πλοίων, κατασκευής 1943, τα οποία μετονομάστηκαν CORSAIR και SEA CREST, το πρώτο υπό σημαία Λιβερίας και το δεύτερο υπό βρετανική. Την ίδια χρονιά αγοράστηκε επίσης ένα Liberty, κατασκευής 1944 υπό σημαία HΠΑ, το οποίο μετονομάστηκε GREEN WAVE.
Δύο ακόμα Liberty υπό παναμαϊκή σημαία προστέθηκαν στο στόλο του το 1951, λίγο μετά το ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας που δημιούργησε νέα δεδομένα στην παγκόσμια ναυτιλία: το CHALLENGER, κατασκευής 1943, και το WANDERER, κατασκευής 1944. Συγχρόνως, αγοράστηκε ένα φορτηγό βρετανικής κατασκευής του 1943, το οποίο μετονομάστηκε FAUSTUS υπό σημαία Παναμά. Το 1952 εντάχθηκε στο στόλο ένα ακόμα Liberty, κατασκευής 1944, το οποίο μετονομάστηκε TURMOIL. Παράλληλα, απέκτησε και διαχειρίστηκε το πρώτο του δεξαμενόπλοιο, ένα τύπου T2, κατασκευής 1945, το οποίο μετονομάστηκε FURY υπό σημαία Λιβερίας, ενώ έναν χρόνο αργότερα μετονομάστηκε SUNBEAM. Το 1952 επίσης πουλήθηκαν το SEA CREST, το GREEN WAVE και το BONAVENTURE, ενώ το FAUSTUS ναυάγησε στη διάρκεια θύελλας έξω από το λιμάνι του Rotterdam, ευτυχώς χωρίς ανθρώπινες απώλειες. To 1953 αγοράστηκε ένα Liberty, κατασκευής 1943, το οποίο μετονομάστηκε ΕNDEAVOUR και τέθηκε υπό σημαία Κόστα Ρίκας. Έναν χρόνο αργότερα πουλήθηκαν τα φορτηγά ENTERPRISE και CORSAIR.
Το 1955 πουλήθηκε ένα ακόμα πλοίο, το Liberty RESOLUTE, ενώ η ίδια χρονιά αποτέλεσε και σημαντικό σταθμό στη σταδιοδρομία του Γιώργου Εμπειρίκου με την παραλαβή του πρώτου του νεότευκτου, τον Σεπτέμβριο του 1955. Ήταν το δεξαμενόπλοιο HYDROUSSA, 32.500 dwt, υπό σημαία Λιβερίας, που κατασκευάστηκε στα ναυπηγεία Harima της Ιαπωνίας. Λίγους μήνες αργότερα, και συγκεκριμένα τον Μάιο του 1956, παρελήφθη από τα ίδια ναυπηγεία το αδελφό του πλοίο OPPORTUNITY, επίσης υπό σημαία Λιβερίας. Τον Αύγουστο του 1956, παραδόθηκε από τα ίδια ναυπηγεία το φορτηγό PAN, 14.900 dwt. Την ίδια χρονιά, στο πλαίσιο της διαρκούς ηλικιακής ανανέωσης του στόλου του, ο Εμπειρίκος πούλησε ένα ακόμα Liberty, το CHALLENGER.
Τον Μάιο του 1958 παρέλαβε από τα ναυπηγεία Ansaldo S.p.A. της Γένοβας το υπό παναμαϊκή σημαία δεξαμενόπλοιο ΜΙRADOR, 31.500 dwt, το οποίο όμως λίγους μήνες αργότερα απωλέσθηκε όταν καταστράφηκε από πυρκαγιά μετά από έκρηξη στη διάρκεια μεταφόρτωσης πετρελαίου σε άλλο πλοίο. Την ίδια χρονιά, πούλησε τέσσερα φορτηγά πλοία, τα BUCCANEER, WANDERER, TURMOIL και ENDEAVOUR.
Η εταιρεία του Γεωργίου Εμπειρίκου υπήρξε από τις πρώτες ελληνικών συμφερόντων που ναυπήγησε bulk carriers. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 1959 παρέλαβε από τα ναυπηγεία Cockerill του Βελγίου το RESOLUTE, 21.554 dwt, ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1960, παρέλαβε από τα ναυπηγεία Mitsui της Ιαπωνίας το DEFIANT, 22.038 dwt.
Βulk carriers ήταν και τα δύο πλοία που ναυπήγησε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, το CORSAIR, 25.300 dwt, που παρελήφθη από τα ναυπηγεία Μitsui της Ιαπωνίας τον Ιανουάριο του 1962, και το ARISTEIDES, 50.500 dwt, που παραδόθηκε από τα ίδια ναυπηγεία τον Οκτώβριο του 1963. Προηγουμένως, το 1962, είχε πουληθεί το φορτηγό PAN, ενώ το 1964 πουλήθηκε και το παλαιότερο πλοίο του στόλου, το SUNBEAM. Στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας και μέχρι το 1974, ο Γεώργιος Εμπειρίκος –βαθύς ήδη γνώστης των ναυτιλιακών πραγμάτων– διατήρησε αμετάβλητο το στόλο του, αποτελούμενο από τέσσερα bulk carriers και δύο δεξαμενόπλοια, πραγματοποιώντας σημαντικά κέρδη. Επανήλθε στις ναυπηγήσεις παραλαμβάνοντας τον Ιούλιο του 1974 το υπό λιβεριανή σημαία δεξαμενόπλοιο TIFOSO, 138.600 dwt, από τα ναυπηγεία Mitsui της Ιαπωνίας και τον Μάρτιο του 1975 το αδελφό του MINOTAVROS από τα ίδια ναυπηγεία. Προηγουμένως, το 1974, πουλήθηκαν το ARISTEIDES και το RESOLUTE, ενώ το 1975 πουλήθηκε το OPPORTUNITY και το 1976 το HYDROUSSA. Ο στόλος του Γεωργίου Εμπειρίκου, αποτελούμενος πλέον από τέσσερα πλοία, παρέμεινε σταθερός μέχρι το 1981, οπότε πουλήθηκε το CORSAIR για να ακολουθήσει το DEFIANT έναν χρόνο αργότερα. Το 1983 απωλέσθηκε το ΤΙFOSO όταν εξόκειλε στη διάρκεια θύελλας. Την ίδια χρονιά, ο Γεώργιος Εμπειρίκος αποφάσισε να πουλήσει και το ΜINOTAVROS, σφραγίζοντας μια δημιουργική διαδρομή στη ναυτιλία, η οποία ξεκίνησε από το μηδέν και διήρκεσε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, εκτός από τη Western Shipping Corporation στη Νέα Υόρκη, ο Γεώργιος Εμπειρίκος το 1961 ίδρυσε στον Πειραιά το γραφείο Andros Steamship Co. Ltd. Το γραφείο λειτούργησε μέχρι και την πώληση του τελευταίου πλοίου το 1983. Επίσης, το 1974, ίδρυσε στο Μόντε Κάρλο το γραφείο Compania Mojo, S.A. τερματίζοντας συγχρόνως τη συνεργασία του με το γραφείο S.G. Embiricos Ltd. του Λονδίνου.
Μετά την πώληση και του τελευταίου του πλοίου, αφοσιώθηκε πλέον αποκλειστικά σε ένα άλλο μεγάλο πάθος του, έχοντας ήδη καταξιωθεί από καιρό ως ένας από τους κορυφαίους παγκοσμίως συλλέκτες έργων τέχνης. Ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή του αποτέλεσε επίσης η απόκτηση εξειδικευμένων γνώσεων, χάρη στη διαρκή μελέτη που μεταξύ άλλων είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μεγάλης προσωπικής βιβλιοθήκης.
Ο Γεώργιος Εμπειρίκος απεβίωσε το 2011. Στη διαδρομή της ζωής του βοήθησε αθόρυβα πολλούς συντοπίτες του καθώς και τον τόπο καταγωγής της οικογένειάς του. Από τον πρώτο του γάμο με την Ανδριώτισσα Μαρία (Ντόντα) Πέτρου Γουλανδρή απέκτησε δύο γιους, τον Αριστείδη και τον Πέτρο. Σε δεύτερο γάμο, παντρεύτηκε τη Δάφνη Σταύρου Κωστοπούλου, ενώ με την τρίτη σύζυγό του Μαρία Γαϊτάνου μοιράστηκε επί σχεδόν μία τριακονταετία τα πολλαπλά ενδιαφέροντά του στον διεθνή χώρο του πολιτισμού και της τέχνης.