MAGNA MARINE INC.

Εάν επιχειρήσει κανείς να διακρίνει έναν επιχειρηματία που κατόρθωσε να ασχοληθεί με απόλυτη επιτυχία σε διαφορετικούς κλάδους του ναυτιλιακού φάσματος, ίσως ο μοναδικός που ταιριάζει απόλυτα σε αυτή την περιγραφή είναι ο ιδρυτής της Magna Marine Inc. Περικλής Σ. Παναγόπουλος. Η εταιρεία που από συστάσεώς της ασχολείται με τη διαχείριση ποντοπόρων πλοίων, και συγκεκριμένα bulk carriers, ξεκίνησε τη δραστηριότητά της το 1991 με την αγορά του πλοίου ANTZOULETTA, κατασκευής 1978, το οποίο μετονομάστηκε PANACEA υψώνοντας ελληνική σημαία. Στην πορεία των επόμενων ετών, η Magna Marine ακολούθησε συντηρητική πολιτική, ανανεώνοντας σε τακτά χρονικά διαστήματα τα πλοία του στόλου της με την αγορά μεταχειρισμένων bulk carriers μικρής πάντοτε ηλικίας.

 

Η δημιουργία ωστόσο της παραπάνω εταιρείας που σήμερα αποτελεί τον αποκλειστικό τομέα ενασχόλησης του διακεκριμένου αυτοδημιούργητου επιχειρηματία, είναι η λιγότερο γνωστή παράμετρος στην επιτυχημένη διαδρομή του στη ναυτιλία.

 

Η πορεία του Περικλή Σ. Παναγόπουλου είναι συνυφασμένη με την επιβατηγό ναυτιλία, στην οποία διακρίθηκε ιδιαίτερα χάρη στον οραματισμό που διαθέτει, στην τελειομανία του αλλά και την εξαιρετική αίσθηση των αναγκών του χώρου σε κάθε χρονική περίοδο. Αυτό του επέτρεπε πάντοτε να επενδύει την ιδανική στιγμή, ενώ παράλληλα δεν δίστασε ποτέ να αποχωριστεί τα κατά καιρούς δημιουργήματά του εφ’ όσον αυτό τον συνέφερε.

 

 

***

 

Ο Περικλής Σταύρου Παναγόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Δεκεμβρίου 1935. Ο πατέρας του, μεσσηνιακής καταγωγής, είχε μεταναστεύσει σε νεαρή ηλικία στην Αμερική, αλλά τελικά επέστρεψε στην Ελλάδα. Η μητέρα του είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο όπου στη συνέχεια δίδαξε επί 15 χρόνια.

 

Η συγγένεια της οικογένειας της μητέρας του με τον μεγάλο εθνικό ευεργέτη Ευγένιο Ευγενίδη έφερε τον Περικλή Παναγόπουλο κοντά στον σπουδαίο αυτόν επιχειρηματία, ο οποίος μη έχοντας δική του οικογένεια ανέλαβε την ευθύνη των σπουδών του και γενικότερα της επιμόρφωσής του. Στο πλαίσιο αυτό, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πήγε σε Γυμνάσιο στην Ελβετία, ενώ παράλληλα αξιοποιούσε την περίοδο των διακοπών του ταξιδεύοντας σε υπερωκεάνια του Ομίλου Ευγενίδη, καθώς και σε σουηδικά φορτηγά πλοία υπό τη διαχείριση του Ομίλου.

 

Το 1954, ο Ευγένιος Ευγενίδης απεβίωσε. Ο Περικλής Παναγόπουλος εκείνη την εποχή εκπαιδευόταν και σπούδαζε συγχρόνως σε μια θυγατρική εταιρεία του Ομίλου Ευγενίδη στο Λονδίνο. Στη διάρκεια των επόμενων δέκα ετών, εργάστηκε σε διάφορα τμήματα της εταιρείας του Ομίλου στο Παρίσι και στη Γένοβα, όπου μεταξύ άλλων συνέβαλε στη ναυπήγηση του πρωτοποριακού κρουαζιεροπλοίου OCEANIC στα ναυπηγεία της Τεργέστης.

 

Το 1965, και ενώ ο Περικλής Παναγόπουλος είχε εξελιχθεί σε διευθυντικό στέλεχος του Ομίλου Ευγενίδη, αποχώρησε από τη θέση του και συνεργάστηκε με τον Χαράλαμπο Κιοσέογλου, επίσης παλαιό συνεργάτη του Ομίλου, ο οποίος το 1958 είχε ιδρύσει την εταιρεία κρουαζιεροπλοίων Sun Line. Στην εταιρεία αυτή, τη γενική διεύθυνση της οποίας ανέλαβε, εργάστηκε για έξι χρόνια και ακολούθως αποχώρησε για να ξεκινήσει την υλοποίηση του προσωπικού του οράματος στο χώρο της επιβατηγού ναυτιλίας. Ένα όραμα που γεννήθηκε από την επιθυμία του να βελτιώσει μέσω της εργασίας του τις συνθήκες της ζωής του.

 

Εκμεταλλευόμενος τη μακρόχρονη πείρα του στο χώρο της επιβατηγού ναυτιλίας, και έχοντας την πεποίθηση ότι η ποιότητα στην παροχή υπηρεσιών μακροπρόθεσμα ανταμοίβεται, δημιούργησε την εταιρεία Royal Cruise Line αποτολμώντας τη ναυπήγηση ενός κρουαζιεροπλοίου, αντί την αγορά ενός μεταχειρισμένου, που μέχρι τότε αποτελούσε τη συνήθη επιλογή για ένα νέο ξεκίνημα. Ήρθε σε επαφή με το ναυπηγείο Helsingør της Δανίας, το οποίο την εποχή εκείνη αντιμετώπιζε πιεστικά οικονομικά προβλήματα και τον κίνδυνο της χρεοκοπίας. Το γεγονός ότι η λειτουργία του ναυπηγείου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική ζωή μιας πόλης στη Δανία, κατέστησε δυνατή τη δανειοδότηση του εγχειρήματος που, το 1974, οδήγησε στη δημιουργία ενός πολυτελούς πρωτοποριακού κρουαζιεροπλοίου, του GOLDEN ODYSSEY. Το πλοίο, όπως ο ίδιος ο Περικλής Παναγόπουλος έχει δηλώσει, «έγραψε μια μεγάλη ιστορία στη βιομηχανία της κρουαζιέρας αλλά και στην ελληνική ναυτιλία, διότι ήταν το πρώτο κρουαζιερόπλοιο νέας γενιάς που ναυπηγήθηκε». Το εγχείρημα αυτό είχε προκαλέσει κατάπληξη την εποχή εκείνη και μάλιστα, όπως αφηγείται ο Περικλής Παναγόπουλος, ένας δημοσιογράφος τότε είχε γράψει: «Κάποιος τρελός Έλληνας πήγε και παρήγγειλε ένα κρουαζιερόπλοιο στη Δανία, άραγε καταλαβαίνει τι κάνει ή είναι για φρενοκομείο;»

 

Η δημιουργία της νέας εταιρείας, που συνέπεσε χρονικά με το ξεκίνημα των περισσότερων διεθνών επιχειρήσεων του κλάδου σήμερα, πραγματοποιήθηκε με τους καλύτερους οιωνούς. Το GOLDEN ODYSSEY, επανδρωμένο με αμιγές ελληνικό πλήρωμα, απέκτησε γρήγορα άριστη φήμη στο χώρο της διεθνούς κρουαζιέρας δικαιώνοντας την επιλογή του πλοιοκτήτη του, ο οποίος μερικά χρόνια αργότερα προχώρησε στην απόκτηση και δεύτερου πλοίου, έχοντας ήδη καταφέρει να αποπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των τεράστιων οικονομικών υποχρεώσεων που είχε αναλάβει. Αυτήν τη φορά, επέλεξε να αγοράσει το κρουαζιερόπλοιο DORIC από την εταιρεία Home Line του Ομίλου Ευγενίδη, το οποίο μετά από εκτεταμένες εργασίες μετασκευής στην Ελλάδα εντάχθηκε στο στόλο της Royal Cruise Line ως το ROYAL ODYSSEY.

 

Η εξέλιξη της Royal Cruise Line στη διάρκεια των επόμενων ετών υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής, κερδίζοντας παράλληλα διεθνή καταξίωση ως μια από της ποιοτικότερες παγκοσμίως στον κλάδο της κρουαζιέρας. Επιστέγασμα της πορείας αυτής υπήρξε η ναυπήγηση ενός ακόμα πρωτοποριακού κρουαζιεροπλοίου, το 1988, στα περίφημα ναυπηγεία της Δυτικής Γερμανίας Jos. L. Meyer του Papenburg, το οποίο ονομάστηκε CROWN ODYSSEY.

 

Στα τέλη του 1989, όμως, ο Περικλής Παναγόπουλος αιφνιδίαζε τον ναυτιλιακό χώρο με την απόφαση να αποχωριστεί το δημιούργημά του στο απόγειο της επιτυχούς πορείας του. Η πώληση της Royal Cruise Line στον νορβηγικό Όμιλο Kloster σηματοδοτούσε το τέλος της διαδρομής του σε ένα χώρο που γνώριζε όσο λίγοι. Ωστόσο, ο ίδιος διασφάλισε την ομαλή συνέχιση της πορείας της εταιρείας, τουλάχιστον για ορισμένο χρονικό διάστημα, με την ελληνική της φυσιογνωμία. Τα μεν πλοία συνέχισαν να ταξιδεύουν με έλληνες ναυτικούς, η δε διαχείρισή τους εξακολούθησε να γίνεται από τα γραφεία που ο ίδιος είχε εγκαταστήσει στον Πειραιά.

 

Ο Περικλής Παναγόπουλος δεν έμεινε πολύ εκτός ναυτιλιακού χώρου. Το 1991, ίδρυσε τη ναυτιλιακή εταιρεία Magna Marine, η οποία δραστηριοποιήθηκε στη φορτηγό ποντοπόρο ναυτιλία διαχειριζόμενη bulk carriers. Η εταιρεία, που εξακολουθεί να λειτουργεί υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο της οικογένειάς του, ακολούθησε συντηρητική πολιτική όσον αφορά την ανάπτυξή της, μιας και ο μεγάλος έρωτας του Περικλή Παναγόπουλου ήταν ανέκαθεν τα επιβατηγά πλοία.

 

Το 1992 ήταν η χρονιά που σηματοδότησε το ουσιαστικό ξεκίνημα μιας νέας πρωτοποριακής διαδρομής στο χώρο της επιβατηγού ναυτιλίας. Όλα άρχισαν τον Ιανουάριο εκείνου του έτους, όταν αγοράστηκε το σύνολο των μετοχών της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών εταιρείας Κυλινδρόμυλοι Αττικής, η οποία είχε ιδρυθεί το 1918. Η εταιρεία μετονομάστηκε Επιχειρήσεις Αττικής και με νέα διοίκηση με επικεφαλής τον Περικλή Παναγόπουλο δραστηριοποιήθηκε σε νέους επιχειρησιακούς στόχους. Στις 18 Δεκεμβρίου 1992, ο νέος πρόεδρος της εταιρείας παρουσίαζε το επενδυτικό της πρόγραμμα ενώπιον μεγάλου ακροατηρίου σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι ο νέος όμιλος είχε αποκτήσει τον έλεγχο της Βερνίκος Κόττερα Ναυτιλιακή Α.Ε. –σημαντική εταιρεία στο χώρο του yachting που στόχευε μεταξύ άλλων στην εκμετάλλευση και τη διαχείριση μαρινών– αξιόλογο ποσοστό μετοχών του Ελληνικού Νηογνώμονα, καθώς και την ιστορική αλυσίδα καταστημάτων Άκρον-Ίλιον-Κρυστάλ.

 

Μεταξύ των τότε στόχων της εταιρείας ήταν επίσης η αγορά της Τράπεζας Επενδύσεων από τον όμιλο Εμπορικής-Ιονικής, η δραστηριοποίηση στο χώρο της ναυτιλίας –αποκτήθηκε ποσοστό 17,61% στην εταιρεία Γραμμές Στρίντζη Ναυτιλιακή Α.Ε.– η εξαγορά μιας προτύπου βιομηχανίας, ενώ εξετάζονταν και η επένδυση στο χώρο των τροφίμων και σε άλλους τομείς που παρουσίαζαν επιχειρηματικό ενδιαφέρον.

 

Το 1993, η θυγατρική εταιρεία των Επιχειρήσεων Αττικής, η Αττική Ναυτιλιακή Α.Ε. –μετέπειτα Superfast Ferries Ναυτιλιακή Α.Ε.– έκανε το μεγάλο βήμα τοποθετώντας παραγγελία για τη ναυπήγηση δύο πρωτοποριακών ταχύπλοων επιβατηγών/οχηματαγωγών πλοίων στα ναυπηγεία Schichau Seebeckwerft της Γερμανίας. Τα πλοία, τα οποία προβλέπονταν να παραληφθούν το 1995 και αφορούσαν επένδυση ύψους 37 δις δρχ., θα σχεδιάζονταν για την πραγματοποίηση της γραμμής Ελλάδας-Ιταλίας μειώνοντας δραστικά τη διάρκεια του ταξιδιού. Την ίδια χρονιά, οι Επιχειρήσεις Αττικής πούλησαν το σύνολο των μετοχών που κατείχαν σε όλες τις άλλες εταιρείες.

 

Τον Απρίλιο του 1995, παρελήφθη και δρομολογήθηκε το SUPERFAST I στη γραμμή Πάτρα-Ανκόνα-Πάτρα πραγματοποιώντας τη διαδρομή στο χρόνο-ρεκόρ των 20 ωρών. Δύο μήνες αργότερα, δρομολογήθηκε και το αδελφό του SUPERFAST II στην ίδια γραμμή δημιουργώντας νέα δεδομένα στα δρομολόγια της Αδριατικής.

 

Τον Ιούλιο του 1996, η Superfast Ferries πραγματοποίησε μια νέα μεγάλη επένδυση τοποθετώντας παραγγελία για τη ναυπήγηση δύο ακόμα πλοίων υψηλών προδιαγραφών, των SUPERFAST III και SUPERFAST IV, αυτήν τη φορά στα ναυπηγεία Kvaerner Masa της Φινλανδίας. Τα πλοία παρελήφθησαν τον Απρίλιο του 1998 και δρομολογήθηκαν στη γραμμή Πάτρα-Ανκόνα-Πάτρα, ενώ συγχρόνως τα SUPERFAST I και SUPERFAST ΙΙ εγκαινίασαν τη νέα γραμμή Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Μπάρι. Λίγο αργότερα, και συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 1998, ακολούθησε μια ακόμα μεγάλη παραγγελία τεσσάρων νέων SUPERFAST στα ναυπηγεία Howaldtswerke Deutsche Werft AG στο Κίελο της Γερμανίας, ενώ τον Μάρτιο του 1999 προστέθηκαν στην παραγγελία ακόμα δύο πλοία. Από τα παραπάνω έξι πλοία, τα δύο πρώτα σχεδιάστηκαν για να εξυπηρετήσουν τη γραμμή Ελλάδας-Ιταλίας, ενώ τα άλλα τέσσερα κατασκευάστηκαν με ειδικές προδιαγραφές για να δρομολογηθούν σε γραμμές της Βαλτικής.

 

Τον Αύγουστο του 1999, οι Επιχειρήσεις Αττικής ήρθαν σε συμφωνία για την αγορά ποσοστού 38,8% των Γραμμών Στρίντζη Ναυτιλιακή Α.Ε. Το ποσοστό συμμετοχής έφτασε σταδιακά το 48,8% οδηγώντας στην αλλαγή του εμπορικού σήματος της εταιρείας σε Blue Star Ferries, η οποία γνώρισε
σημαντική ανάπτυξη στη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν, με την παραλαβή πέντε νεότευκτων πλοίων από ναυπηγεία της Ολλανδίας και
της Νοτίου Κορέας.

 

Τον Μάρτιο του 2000, η Superfast Ferries διεύρυνε ακόμα περισσότερο το ναυπηγικό της πρόγραμμα τοποθετώντας παραγγελία για την κατασκευή δύο επιβατηγών/οχηματαγωγών με παράδοση το 2002 στα ναυπηγεία Flender Werft AG της Γερμανίας. Δύο μήνες αργότερα, παρελήφθη το πρώτο νεότευκτο της Blue Star Ferries από τα ναυπηγεία Daewoo Heavy Industries Ltd. της Νοτίου Κορέας. Το BLUE STAR ΙΤΗΑΚΙ, όπως ονομάστηκε, δρομολογήθηκε στις Κυκλάδες, αποτελώντας συγχρόνως το πρώτο νεότευκτο πλοίο στο χώρο της ελληνικής ακτοπλοΐας υπό την ηγεσία του ομίλου του Περικλή Παναγόπουλου. Ακολούθως, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2000, παρελήφθησαν από τα ολλανδικά ναυπηγεία van der Giessen-de Noord B.V. τα νεότευκτα BLUE STAR 1 και BLUE STAR 2 αντίστοιχα, τα οποία δρομολογήθηκαν στη γραμμή της Αδριατικής.

 

Τον Φεβρουάριο και τον Απρίλιο του 2001, παραδόθηκαν από τα ναυπηγεία Howaldtswerke στο Κίελο τα SUPERFAST VI και SUPERFAST V αντίστοιχα, τα οποία δρομολογήθηκαν στην Αδριατική, ενώ τον Μάρτιο και τον Ιούλιο του ιδίου έτους παραδόθηκαν τα SUPERFAST VII και SUPERFAST VIII αντίστοιχα, τα οποία εγκαινίασαν τη νέα γραμμή Ροστόκ, Γερμανίας – Χάνκο, Φινλανδίας. Τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2002, ολοκληρώθηκε η παραγγελία των έξι SUPERFAST από τα γερμανικά ναυπηγεία με την παράδοση των SUPERFAST IX και SUPERFAST X.

 

Τον Απρίλιο και τον Ιούνιο του 2002, παρελήφθησαν από τα ναυπηγεία Daewoo Heavy Industries τα επιβατηγά/οχηματαγωγά BLUE STAR PAROS και BLUE STAR NAXOS αντίστοιχα, τα οποία δρομολογήθηκαν στις γραμμές των Κυκλάδων. Ένα μήνα πριν, ο Όμιλος Παναγόπουλου υπήρξε πρωτοπόρος για ακόμα μια φορά εγκαινιάζοντας τη γραμμή Rosyth, Σκωτίας – Zeebrugge, Βελγίου με τη δρομολόγηση των SUPERFAST IX και SUPERFAST X. Η γραμμή αυτή αποτέλεσε την πρώτη απευθείας ακτοπλοϊκή σύνδεση της Σκωτίας με την ηπειρωτική Ευρώπη.

 

Τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο του 2002, παρελήφθησαν τα δύο τελευταία SUPERFAST XI και SUPERFAST XII από τα ναυπηγεία Flender Werft και
δρομολογήθηκαν στις γραμμές της Αδριατικής. Τον Ιούλιο του 2003, πουλήθηκε το SUPERFAST ΙI, ενώ η πώληση των πρώτων τεσσάρων SUPERFAST πρώτης γενιάς ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2004 με την αγορά του SUPERFAST I από ιταλικό όμιλο.

 

Τον Ιούνιο του 2004, οι Επιχειρήσεις Αττικής μετονομάστηκαν Attica Group. Η εταιρεία ανέπτυξε σταδιακά διάφορες επενδυτικές πρωτοβουλίες, αγοράζοντας αρχικά, τον Ιανουάριο του 2005, δύο φορτηγά/οχηματαγωγά, ενώ την ίδια εποχή απέκτησε ποσοστό 12,33% στο μετοχικό κεφάλαιο της
Hellas Flying Dolphins, το οποίο πούλησε με σημαντικό κέρδος ένα χρόνο αργότερα. Τον Φεβρουάριο του 2005, η εταιρεία διηύρυνε ακόμα περισσότερο τη συμμετοχή της σε ανταγωνίστριες εταιρείες αποκτώντας το 10,23% του μετοχικού κεφαλαίου των Μινωικών Γραμμμών. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 22,5% τον Φεβρουάριο του 2007 και τελικά πουλήθηκε τον Ιούνιο του 2007, αφήνοντας σημαντικό κέρδος στους μετόχους του Ομίλου.

 

Τον Απρίλιο του 2006, ο Όμιλος προχώρησε στην πώληση των SUPERFAST VII, SUPERFAST VIII και SUPERFAST IX, ενώ τον Αύγουστο ακολούθησε και η πώληση του SUPERFAST X. Εν τω μεταξύ, τον Ιούλιο του 2006, η Blue Star Ferries είχε ενισχύσει το στόλο της και την παρουσία της στο χώρο της ακτοπλοΐας αγοράζοντας σε πλειστηριασμό το σύνολο του ενεργητικού της εταιρείας Δωδεκανησιακή Ανώνυμος Ναυτιλιακή Εταιρεία (ΔΑΝΕ) συμπεριλαμβανομένου του πλοίου ΔΙΑΓΟΡΑΣ.

 

Τον Οκτώβριο του 2007, ο Περικλής Παναγόπουλος, σε μια ακόμα αιφνιδιαστική του κίνηση, μεταβίβασε το πακέτο των μετοχών του στη Marfin Investment Group –ένας όμιλος με πολυδιάστατη επιχειρηματική παρουσία στον ελλαδικό χώρο– επιλέγοντας με αυτήν την πρωτοβουλία να δώσει προοπτική συνέχισης του έργου του. Η αποχώρησή του από τον επιχειρηματικό στίβο της επιβατηγού ναυτιλίας σηματοδότησε την ολοκλήρωση μιας σπουδαίας όσο και γόνιμης διαδρομής, η οποία μεταξύ άλλων επέδρασε καταλυτικά στη ριζική αναβάθμιση των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών της χώρας.

Shares
Shares