COSTAMARE SHIPPING CO. S.A.

H εταιρεία Costamare Shipping Co. S.A. ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1974 από τον Βασίλη Κ. Κωνσταντακόπουλο.

Γεννημένος το 1935 στο χωριό Διαβολίτσι της Μεσσηνίας ήταν παιδί οικογένειας αγροτών που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη θάλασσα, ενώ ο ίδιος την πρωτοείδε σε ηλικία δεκατριών χρονών, όπως αφηγείτο. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, βιώνοντας τα δύσκολα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και εκείνα του Εμφυλίου Πολέμου που ακολούθησε, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1948, οπότε η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στην περιοχή του Βοτανικού.

Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές φοιτώντας στο νυχτερινό γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου, αφού ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται την ημέρα για να συνδράμει το περιορισμένο οικογενειακό βαλάντιο. Ξυπνούσε χαράματα και πήγαινε με το λεωφορείο στην πλατεία Εξαρχείων για να μοιράσει γάλα σε φτωχικά νοικοκυριά, ενώ στη συνέχεια πήγαινε με τα πόδια στη συμβολή των οδών Περικλέους και Ευαγγελιστρίας όπου εργαζόταν σε μια βιοτεχνία κουμπιών.

Το 1953 η εμπορική ναυτιλία των Ελλήνων, που είχε ήδη γιγαντωθεί στο εξωτερικό μετά τον αποδεκατισμό της στη διάρκεια του Πολέμου, βρέθηκε για πρώτη φορά μεταπολεμικά στο επίκεντρο του κυβερνητικού ενδιαφέροντος χάρη στα μέτρα της κυβέρνησης του Αλέξανδρου Παπάγου. Ήταν εκείνη τη χρονιά που ο νεαρός Μεσσήνιος στράφηκε στο ναυτικό επάγγελμα. Για να εδραιώσει μάλιστα τη θέση του στη νέα αυτή πορεία της ζωής του, ο Βασίλης Κωνσταντακόπουλος δεν δίστασε να εργαστεί χωρίς αμοιβή για τουλάχιστον ένα εξάμηνο, ενώ παράλληλα κάλυπτε ο ίδιος το κόστος της διατροφής του. Όπως όμως συνέβαινε με πολλούς Έλληνες εκείνα τα δύσκολα χρόνια, η ναυτιλία –πέρα από τη μετανάστευση– αποτελούσε ουσιαστικά το μονόδρομο για την εκπλήρωση των οραμάτων κάθε φιλόδοξου και εργατικού νέου.

Ο Βασίλης Κωνσταντακόπουλος διέθετε περίσσευμα από τις παραπάνω αρετές, και έτσι μετά από μια εικοσαετία και πολύ σκληρή δουλειά στη θάλασσα είχε γίνει πλοίαρχος. Ήταν πλέον ο «Καπετάν Βασίλης», ένας τίτλος εξαιρετικής τιμής για τον ίδιο που έκτοτε δεν αποχωρίστηκε.

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, συνάντησε την Κάρμεν Α. Κυρίτση, απόφοιτη τότε της Γαλλικής Φιλολογίας του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος. Οι δύο νέοι αγαπήθηκαν σε βαθμό που άλλαξαν ρότα στη ζωή τους για να μπορούν να μοιράζονται περισσότερο χρόνο μαζί. Η Κάρμεν έγινε αεροσυνοδός της Ολυμπιακής Αεροπορίας για να έχει τη δυνατότητα να περνά τις μέρες της άδειάς της με τον Βασίλη, ενώ εκείνος περιόρισε τα μπάρκα του σε πλοία που εκτελούσαν μόνο μεσογειακούς πλόες. Παντρεύτηκαν το 1964 και απέκτησαν τρεις γιούς, τον Κωστή το 1969, τον Αχιλλέα το 1971 και τον Χρήστο το 1974.

Ο Καπετάν Βασίλης συνέχισε να ταξιδεύει μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, έχοντας αποφασίσει να βρίσκεται κοντά στην οικογένειά του. Οι πρώτες του σκέψεις αφορούσαν τη δημιουργία ενός παντοπωλίου, που όμως δεν ευδοκίμησε εξαιτίας της μη σύμφωνης γνώμης της συζύγου του. Αυτό άνοιξε το δρόμο για να αποτολμήσει τη δραστηριοποίησή του στο χώρο του εφοπλισμού, επενδύοντας εκεί όλη τη δημιουργική του ενέργεια και μαζί ένα μεγάλο μέρος από τα χρήματα που είχε κερδίσει μέχρι τότε.

Στα τέλη του 1972, συμμετείχε μαζί με άλλους στην αγορά ενός μικρού φορτηγού πλοίου, του υπό ελληνική σημαία OURANOUPOLIS, το οποίο είχε κατασκευαστεί το 1949 ως AUK και είχε αγοραστεί από έλληνες εφοπλιστές το 1965. Ωστόσο, η συνεργασία αυτή αποτέλεσε μόνο το βάπτισμα του πυρός στον επιχειρηματικό ναυτιλιακό χώρο, δεδομένου ότι ο Καπετάν Βασίλης είχε δρομολογήσει ήδη στις σκέψεις του τη δική του αυτόνομη πορεία.

Έτσι, η ουσιαστική είσοδός του στη ναυτιλία πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1975, όταν αγόρασε ένα μικρό φορτηγό πλοίο κατασκευασμένο το 1937 στη Δανία ως GUDRUN MAERSK για λογαριασμό του ομίλου A.P. Μøller, το οποίο είχε περάσει μεταπολεμικά σε διάφορες πλοιοκτησίες. Έδωσε στο πλοίο το όνομα της συζύγου του CARMEN υψώνοντας την ελληνική σημαία. Μετά την πώληση του παραπάνω πλοίου σε άλλα συμφέροντα στα τέλη του ιδίου έτους, η πλοιοκτήτρια εταιρεία Costamare Shipping Co. S.A. ανέλαβε έκτοτε το ρόλο της διαχειρίστριας εταιρείας του στόλου που είχε ήδη αρχίσει να συγκροτεί με αποφασιστικούς ρυθμούς την ίδια χρονιά.

Ένα μήνα μετά την αγορά του CARMEN, ο Καπετάν Βασίλης αγόρασε ένα ακόμα φορτηγό πλοίο κατασκευασμένο το 1944, το οποίο μετονομάστηκε CARMEN VITA αλλά πουλήθηκε στο τέλος της ίδια χρονιάς. Ένα τρίτο πλοίο, κατασκευασμένο το 1941 που αποκτήθηκε επίσης το 1975 ως το CARMEN FONTANA, περιήλθε σε άλλα ελληνικά συμφέροντα το 1976, ενώ τον Ιούνιο του 1975 αποκτήθηκε ένα φορτηγό κατασκευασμένο το 1947, το οποίο μετονομάστηκε CARMEN FAUSTA. Στα τέλη του 1976 μετονομάστηκε KRONOS εγκαινιάζοντας μια πρακτική, σύμφωνα με την οποία το όνομα όλων σχεδόν των πλοίων που ταξίδεψαν έκτοτε υπό τη διαχείριση της Costamare είχαν ονόματα που ξεκινούσαν από τα γράμματα “KR”.

Με θετικό απολογισμό στα πρώτα του βήματα, ο Καπετάν Βασίλης συνέχισε να αναπτύσσει με αποφασιστικούς ρυθμούς το στόλο των φορτηγών πλοίων του μέχρι το τέλος του 1980, έχοντας εντάξει μέχρι τότε υπό τον έλεγχό του 11 ακόμα πλοία. Ορισμένα από αυτά μάλιστα δεν δίσταζε να τα πουλήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα, επιτυγχάνοντας κέρδος που τον βοηθούσε να βελτιώνει σε διαρκή βάση την ποιότητα του στόλου του.

Τον υψηλό πήχυ που είχε θέσει ως στόχο του ο Μεσσήνιος εφοπλιστής είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν εκείνη την εποχή αρκετοί έλληνες συνάδελφοί του και ιδιαίτερα εκείνοι που συγκροτούσαν τον πυρήνα μιας πρωτοποριακής ομάδας συνεργασίας που δραστηριοποιούνταν από το 1978 υπό την επωνυμία Hellenic Marine Consortium (HMC). Στη συγκεκριμένη ομάδα εντάχθηκε το 1980 η δυναμικά αναπτυσσόμενη τότε Costamare, ενώ παράλληλα ο ιδρυτής της Καπετάν Βασίλης Κωνσταντακόπουλος αναδεικνύονταν σύντομα γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου του ΗΜC. Ο Καπετάν Βασίλης διακρινόταν, επίσης, για την εξαιρετική κατάσταση των πλοίων του στόλου του, καθώς και για τη μεγάλη εκτίμηση που έτρεφαν οι τράπεζες που συνεργάζονταν μαζί του αλλά και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί που κάλυπταν τα πλοία του ομίλου του, ιδιαίτερα το Swedish Club, του οποίου ο ίδιος διετέλεσε επί μακρά σειράν ετών μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Η παραπάνω διαδρομή του με το HMC ήταν ο προάγγελος μιας εξαιρετικά γόνιμης διαδρομής στα ναυτιλιακά κοινά, στην προσπάθεια της προώθησης των οποίων ο ίδιος συνέβαλε τα μέγιστα μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η δεκαετία του 1980, από τις πλέον πολυκύμαντες της μεταπολεμικής ναυτιλιακής περιόδου, με κύριο χαρακτηριστικό την καταστροφική κρίση που διήρκεσε από τα τέλη του 1981 μέχρι τα μέσα του 1986, υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη της Costamare. Ο Καπετάν Βασίλης ακολούθησε μια ήπια πολιτική τα πρώτα δύσκολα χρόνια της κρίσης με προσεκτικές προσθαφαιρέσεις πλοίων στο στόλο του, στον οποίο άρχισαν να εντάσσονται και bulk carriers.

Εξαιρετικής σημασίας για την εξέλιξη της επιχείρησής του αποδείχτηκε η τολμηρή πρωτοβουλία για την απόκτηση στις αρχές του 1984 τεσσάρων bulk carriers ηλικίας 20-25 ετών. Τα πλοία έχοντας συμπληρώσει τον παραγωγικό κύκλο της ζωής τους δεν είχαν ουσιαστικό μέλλον, ιδιαίτερα εν μέσω μιας τόσο καταστροφικής ναυλαγοράς. Παρ’ όλα αυτά, ο Καπετάν Βασίλης προχώρησε στην απόκτησή τους σε τιμές που ισοδυναμούσαν με τις επικρατούσες τιμές σκραπ στην Ευρώπη όπου βρίσκονταν τα πλοία και κατόρθωσε να βρει φορτία με προορισμούς την Άπω Ανατολή. Χάρη στην κίνηση αυτή κέρδισε και από τη μεταφορά αλλά και από την πώληση των πλοίων σε διαλυτές που προσέφεραν μεγαλύτερα ποσά από αυτά που εξασφάλιζε η πώλησή τους στην Ευρώπη. Τα κεφάλαια που εισέρρευσαν τότε στα ταμεία της εταιρείας του –σε μια εποχή όπου η έννοια κέρδος στο χώρο της παγκόσμιας ναυτιλίας είχε σχεδόν ξεχαστεί– λειτούργησαν καταλυτικά για την υλοποίηση του μεγαλύτερου οράματός του στον ναυτιλιακό χώρο, λίγο πριν τα μέσα του 1985, τη μεγάλη του διαδρομή στον τομέα των container ships. Μια διαδρομή που μέσα σε λιγότερο από μια εικοσαετία τον καταξίωσε ως τον μεγαλύτερο παγκοσμίως ιδιώτη επιχειρηματία σ’ αυτόν τον εξειδικευμένο χώρο των θαλάσσιων μεταφορών.

Η πενταετής καταστροφική κρίση της δεκαετίας του 1980 είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση πολλών μεγάλων ομίλων της διεθνούς ναυτιλίας. Μεταξύ αυτών ήταν και ο ελληνικός όμιλος τακτικών γραμμών της Ελληνικής Α.Ε. της οικογένειας Καλλιμανόπουλου που είχε πραγματοποιήσει σειρά σημαντικών επενδύσεων για την ολοκληρωτική του μετάβαση στα container ships λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να περιέλθει σε αδιέξοδα το 1984 μετά από μισό αιώνα παρουσίας στα διεθνή ναυτιλιακά δρώμενα. Τα πλοία του ομίλου περιήλθαν υπό τον έλεγχο των πιστωτών και από αυτούς σε διάφορους αγοραστές με τέσσερα από αυτά να περιέρχονται στα μέσα του 1985 στην Costamare. Με νέα πλέον ονόματα ως CARMEN SERENA, CARMEN VITA, CARMEN FONTANA και CARMEN FORTUNA και υψώνοντας εκ νέου την ελληνική σημαία στην πρύμνη τους, τα τέσσερα πλοία σηματοδότησαν το ξεκίνημα μιας νέας πορείας του ομίλου του Καπετάν Βασίλη και συγχρόνως τη συνέχιση της παρουσίας Ελλήνων στο χώρο των container ships. Ο συγκεκριμένος τομέας αντικαθιστούσε πλέον με ραγδαίους ρυθμούς τα συμβατικά φορτηγά πλοία στις διεθνείς μεταφορές, ιδιαίτερα στο χώρο των τακτικών γραμμών.

Το εγχείρημά του ήταν τολμηρό αλλά είχε γερές βάσεις. Οι μέχρι τότε διασυνδέσεις του στο χώρο των θαλάσσιων μεταφορών αλλά και η φήμη που είχε αποκτήσει ως πάροχος υπηρεσιών υψηλού επιπέδου στους ναυλωτές των πλοίων του, του επέτρεψαν να έρθει άμεσα σε συμφωνία για τη ναύλωση των πλοίων του σε μεγάλες εταιρείες τακτικών γραμμών με αιχμή του δόρατος την ισραηλινή Zim. Δεν άργησαν να ακολουθήσουν και άλλες αγορές μεταχειρισμένων container ships, τα οποία ναυλώνονταν αμέσως σε μεγάλες εταιρείες τακτικών γραμμών. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απεμπλοκή του από το χώρο των bulk carriers. Το τελευταίο πλοίο αυτού του τύπου που εντάχθηκε στο στόλο του ήταν το KREON το 1991 και παρέμεινε υπό τη διαχείριση της Costamare μέχρι τον Ιανουάριο του 1995, σφραγίζοντας την 20ετή διαδρομή της εταιρείας στο χώρο των πλοίων μεταφοράς ξηρού φορτίου και εστιάζοντας πλέον αποκλειστικά το έργο της στα container ships.

Λίγους μήνες πριν την πώληση του KREON, ο Καπετάν Βασίλης είχε ήδη υψώσει τους στόχους του για την εξέλιξη του ομίλου του στο χώρο των container ships. Διαβλέποντας την ανάγκη για ριζική ανανέωση του συνόλου του παγκόσμιου στόλου μετά από μια δεκαετή περίοδο συνεχούς ανακύκλωσης της ιδιοκτησίας υφιστάμενων πλοίων που ακολούθησε την καταστροφική κρίση, και συγχρόνως παρατηρώντας τη σταδιακή αύξηση των ναυπηγήσεων –με πρωταγωνιστική δύναμη τα ναυπηγεία της Νοτίου Κορέας στη θέση της άλλοτε κραταιάς Ιαπωνίας– εκμεταλλεύτηκε στα τέλη του 1994 μια περίοδο πρόσκαιρης πτώσης των τιμών με την τοποθέτηση της πρώτης του παραγγελίας για την κατασκευή πλοίων αυτού του τύπου.

Η παραγγελία που τοποθετήθηκε στα ραγδαία ανερχόμενα τότε ναυπηγεία της Νοτίου Κορέας Samsung Heavy Industries αφορούσε την κατασκευή τριών container ships μεταφορικής ικανότητας 3.500 teu το καθένα. Η διαίσθηση του Καπετάν Βασίλη αποδείχτηκε σωστή. Λίγο αργότερα, και πριν την παραλαβή τους το 1996, τα τρία πλοία ΜANZANILLO, SINALOA και CHETUMAL ναυλώθηκαν από την εταιρεία Transportacion Maritima Mexicana δίνοντας τη δυνατότητα στον πλοιοκτήτη τους να σχεδιάσει με μεγαλύτερη άνεση το περαιτέρω ναυπηγικό πρόγραμμα του ομίλου. Επρόκειτο για την παραγγελία δέκα ακόμα πρωτοποριακών container ships, πέντε μεταφορικής ικανότητας 6.600 teu, τριών μεταφορικής ικανότητας 4.850 teu και δύο μεταφορικής ικανότητας 5.552 teu –αυτήν τη φορά στα ναυπηγεία Hyundai Heavy Industries στο Ulsan της Νοτίου Κορέας– τα οποία με την υπογραφή των συμβολαίων για την κατασκευή τους είχαν ήδη προναυλωθεί στις εταιρείες Sealand (Sealand-Maersk), Hapag-Lloyd και CSCL αντίστοιχα.

Η δραστηριότητα του Καπετάν Βασίλη, ωστόσο, δεν περιορίστηκε στην εξέλιξη της Costamare, αφού είχε και ενεργό συμμετοχή στα ναυτιλιακά κοινά μέσω της εκλογής του ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών από το 1987. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της Eλληνικής Eπιτροπής του Germanischer Lloyd και μέλος των Ελληνικών Επιτροπών του Βureau Veritas και του Lloyd’s Register. Δείχνοντας ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στο θαλάσσιο περιβάλλον, ενστερνίστηκε ακόμη την προσπάθεια του συναδέλφου του Γιώργου Π. Λιβανού για τη δημιουργία της HELMEPA το 1982. Επρόκειτο για έναν πρωτοποριακό για την εποχή οργανισμό που είχε στόχο την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος με κύριο μοχλό την εθελοντική συνεργασία εφοπλιστών και ναυτικών. Ο Καπετάν Βασίλης έγινε ενεργό μέλος στην προσπάθεια αυτή από το 1985 συμμετέχοντας τόσο με την Costamare όσο και με τα υπό τη διαχείρισή της πλοία, ενώ αφιέρωσε σημαντικό μέρος του χρόνου του υπηρετώντας στο Διοικητικό της Συμβούλιο διαδοχικά ως Μέλος, Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος.

Πιστεύοντας όσο λίγοι στην εκπαίδευση των νέων αλλά και των παιδιών, το 1993 υπήρξε η ψυχή της δημιουργίας της Παιδικής HELMEPA, το πρόγραμμα της οποίας ανέλαβε εξ ολοκλήρου και την οποία εγκατέστησε στο ισόγειο του κτιρίου της Costamare. Με σύνθημα τη φράση «αξία έχει να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας αντί για υλικά αγαθά ένα καθαρό περιβάλλον μαζί με την αγάπη μας, και θα δημιουργήσουν θαύματα», προσέφερε τη δυνατότητα σε εκπροσώπους της νέας γενιάς των Ελλήνων να αναπτύξουν από τα παιδικά τους χρόνια περιβαλλοντική συνείδηση.

Όσο μεγάλη όμως και αν ήταν η επιτυχία του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία στα θαλάσσια έργα, η σκέψη και το προσωπικό του στοίχημα ήταν η δυνατότητα να προσφέρει ουσιαστικό έργο στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Σταθερή επιθυμία του ήταν να υποστηρίξει τη Μεσσηνία βελτιώνοντας το επίπεδο διαβίωσης και προσφέροντας ευκαιρίες στους νέους, με σκοπό να έχουν κίνητρα παραμονής στην περιοχή τους. Πιστεύοντας ότι πέρα από τη ναυτιλία η ίδια η γη της χώρας μας, καθώς και η τουριστική εκμετάλλευση των μοναδικών προνομίων της πατρίδας μας, θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για μια σύγχρονη Ελλάδα, οραματίστηκε και σχεδίασε ένα μεγαλόπνοο αναπτυξιακό έργο με στόχο να μεταμορφώσει τη Μεσσηνία.

Εντοπίζοντας το κατάλληλο σημείο και ξεκινώντας το 1982, άρχισε να αγοράζει σταδιακά δεκάδες όμορων κτημάτων. Μετά από την υπογραφή περίπου 1.000 συμβολαίων αγοράς κτημάτων βρέθηκε στο τέλος ιδιοκτήτης μιας τεράστιας έκτασης 11.000 περίπου στρεμμάτων, στην οποία θέλησε να υλοποιήσει το όραμα της δημιουργίας ενός παραθεριστικού παραδείσου με τρεις ξενοδοχειακές μονάδες και γήπεδα γκολφ υψηλών προδιαγραφών με απώτερο στόχο την καθιέρωσή τους στο καλεντάρι των διεθνών δραστηριοτήτων του αθλήματος. Στο πρωτοποριακό αυτό έργο συνολικής επένδυσης άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ εντάχθηκε και η προσπάθεια αξιοποίησης των μοναδικών αγαθών της μεσσηνιακής γης μέσω τυποποιημένων προϊόντων που προορίζονται όχι μόνο για την εγχώρια αγορά αλλά και για εξαγωγή. Χαρακτηριστικό του τρόπου που έβλεπε την επένδυση αυτή ήταν η επιλογή του το προσωπικό να είναι τουλάχιστον κατά 70% ντόπιοι.

Η Costa Navarino, όπως ονομάστηκε η πρωτοποριακή αυτή τουριστική επένδυση –η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα στην Ελλάδα– άνοιξε τις πύλες της το 2010 λειτουργώντας υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του δευτερότοκου γιού του Αχιλλέα Κωνσταντακόπουλου. Οι αρχές της γενέτειράς του τον τίμησαν ονομάζοντας το 2012, ένα χρόνο μετά το θανατό του, τον Κρατικό Αερολιμένα Καλαμάτας «Καπετάν Βασίλης Κωνσταντακόπουλος».

Μια από τις πλέον εμπνευσμένες πρωτοβουλίες του Κωνσταντακόπουλου υπήρξε το έγκαιρο πέρασμα της σκυτάλης στα παιδιά του. Όπως ο ίδιος έλεγε από τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του, όλα τα οράματά του βασίζονταν στην επιθυμία του να προσφέρει ουσιαστικό πεδίο δημιουργίας στους τρεις γιούς του. Μετά τη συμπλήρωση των 60 χρόνων της ζωής του λοιπόν, και λίγο πριν την έλευση της νέας χιλιετίας, ανέθεσε τη διεύθυνση της Costamare στον πρωτότοκο γιο του Κωστή –συγχρόνως με τη μετεγκατάσταση των γραφείων του στο νέο ιδιόκτητο μέγαρο στο τέλος της Λεωφόρου Συγγρού. Με αυτόν τον τρόπο, κατάφερε να διασφαλίσει την ομαλή της εξέλιξη σε μια περίοδο όπου οι καρποί των προσπαθειών του οδηγούσαν στη γιγάντωση του ομίλου του αλλά και στην ποιοτική του εξέλιξη χάρη στις διαδοχικές παραλαβές νεότευκτων πλοίων που συνεχίστηκαν αμείωτες.

Μεγάλη στιγμή στην ιστορία της Costamare και προσωπικά του Καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου υπήρξε η τελετή ονοματοδοσίας του νεότευκτου container ship COSCO HELLAS, στις 27 Ιουλίου 2006 στον Πειραιά, παρουσία του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, ο οποίος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «ο Καπετάν Βασίλης υπήρξε πρότυπο επιχειρηματικής δράσης και επιτυχίας αλλά και συνάμα κοινωνικής ευθύνης». Το πλοίο, που την εποχή εκείνη ήταν το μεγαλύτερο container ship στον κόσμο, είχε ναυλωθεί για 12 χρόνια, μαζί με τέσσερα ακόμη αδελφά σκάφη που κατασκεύασαν τα ναυπηγεία Hyundai Heavy Industries, στη μεγάλη κινεζική εταιρεία Cosco, με την οποία η Costamare –αλλά και ο Καπετάν Βασίλης προσωπικά– είχε αναπτύξει ιδιαίτερα θερμές σχέσεις. Με σταθερή βάση αυτήν τη σχέση, σε συνδυασμό με τους μακροχρόνιους δεσμούς των ελλήνων εφοπλιστών με τους ναυτιλιακούς εκπροσώπους αυτής της χώρας, οικοδομήθηκε τα επόμενα χρόνια μια διακρατική συνεργασία που οδήγησε στη σημαντική επένδυση των Κινέζων στον Πειραιά καθιερώνοντας το μεγάλο λιμάνι της χώρας ως πύλη εισόδου των κινεζικών προϊόντων στην Ευρώπη.

Οι δραστηριότητες όμως που ανέλαβε στη ζωή του ο Καπετάν Βασίλης δεν περιορίζονται στα παραπάνω. Αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και δημιουργίας προσφέροντας πολλές θέσεις εργασίας. Μεταξύ άλλων, δημιούργησε στη Βόρειο Ελλάδα εργοστάσιο εξόρυξης και επεξεργασίας ορυκτών με έδρα τα Γρεβενά υπό την επωνυμία Geo Hellas, τη διαχείριση του οποίου ανέλαβε ο τριτότοκος γιος του Χρήστος. Επίσης, δημιούργησε την εταιρεία Costa Cruising, η οποία κατασκεύασε στην Ελλάδα και διαχειρίστηκε σκάφη αναψυχής, ενώ υπήρξε και εκ των ιδρυτών της αεροπορικής εταιρείας Aegean Airlines.

Ο Καπετάν Βασίλης παράλληλα με την επιχειρηματική του δράση ανέπτυξε από πολύ νωρίς και πλούσια κοινωνική δράση που σχετιζόταν κυρίως με τη ναυτοσύνη, τον Ελληνισμό, την Ορθοδοξία, την οικολογία και την εκπαίδευση. Στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου διατηρούσε στενές σχέσεις με την ομογένεια, συμμετείχε σε Διοικητικά Συμβούλια ελληνικών και διεθνών οργανισμών όπως το Κέντρο Ελληνισμού «Άγγελος Κ. Τσακόπουλος» και το Vryonis Center για τη μελέτη του Ελληνισμού στην Καλιφόρνια, ενώ ήταν μέλος του United Hellenic American Congress (UHAC). Το 2000 ίδρυσαν μαζί με τη σύζυγό του το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, ενώ χρηματοδότησε την κατασκευή του Ιερού Ναού Αγίου Διονυσίου στο Πουσάν της Νοτίου Κορέας.

Πραγματοποίησε αθόρυβα πλήθος σημαντικών δωρεών, όπως η μεγάλη δωρεά του στους σεισμόπληκτους του 1999 και στους πυρόπληκτους της Μεσσηνίας, η ενίσχυση του έργου τού Ιδρύματος Εντατικής Θεραπείας και Επείγουσας Ιατρικής Θώρακος ΘΩΡΑΞ, η αγορά ακινήτου για το ΚΕΘΕΑ «Στροφή». Χαρακτηριστικό σε όλο το πλήθος των δωρεών ήταν το προσωπικό ενδιαφέρον και η ενασχόλησή του με το εκάστοτε θέμα.

Ο Καπετάν Βασίλης ήταν επίσης ένθερμος υποστηρικτής κάθε προσπάθειας για τη διατήρηση της μεγάλης ελληνικής ναυτικής παράδοσης. Αγκάλιασε και χρηματοδότησε σχεδόν εξ ολοκλήρου τη μετατροπή ενός πλοίου τύπου Liberty που δώρησαν οι ΗΠΑ στην ελληνική κυβέρνηση. Το πλοίο, το οποίο είναι και το μοναδικό στον κόσμο που έχει την εμπορική μορφή που έλαβαν τα Liberty μετά το τέλος του Πολέμου, απέκτησε τη σημερινή του όψη χάρη στη γενναιοδωρία του Καπετάν Βασίλη. Αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα του ρόλου των συγκεκριμένων πλοίων στην εξέλιξη της ελληνικής ναυτιλίας, παρόλο που ο ίδιος δεν υπηρέτησε ποτέ σε Liberty, αφιέρωσε μεγάλο μέρος του προσωπικού του χρόνου για να εποπτεύσει την επιτυχή μετασκευή του σε πλωτό μουσείο με το όνομα HELLAS LIBERTY.

Πέρα από τη λατρεία που έτρεφε για την αγαπημένη σύντροφο της ζωής του Κάρμεν και τους τρεις γιούς του, ο Καπετάν Βασίλης αγαπούσε την πατρίδα του και έδωσε πολλές μάχες προτρέποντας τους συναδέλφους του «να βάλουν πλάτη», όπως συχνά έλεγε, στις δύσκολες ώρες που περνούσε η Ελλάδα λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό του στις 25 Ιανουαρίου 2011, νικημένος από την άνιση μάχη με τον καρκίνο. Ο Βασίλης Κωνσταντακόπουλος, τέλος, υπήρξε σε όλη του τη σταδιοδρομία από τους πιο συνεπείς υποστηρικτές του εθνικού νηολογίου και κατ’ επέκταση των ελλήνων ναυτικών. Δεν έχανε δε ευκαιρία να διατρανώνει την πίστη του απέναντι στους πρώην συναδέλφους του. Σημαντική υπήρξε η αναφορά του σε μια ομιλία του το 1996 που αναφερόταν στους λόγους για τους οποίους ο έλληνας πλοιοκτήτης πρέπει να επιλέγει την ελληνική σημαία, όπου κατέληγε με τα εξής λόγια: «Η Εμπορική μας Ναυτιλία ασφαλώς στηρίχθηκε στα κεφάλαια των ξένων τραπεζών που την εμπιστεύτηκαν, αλλά πάντοτε υπηρετήθηκε με πίστη, αφοσίωση και αυτοθυσία και μεγαλούργησε από τον Έλληνα πλοίαρχο-μηχανικό και γενικά τον Έλληνα ναυτικό.»

Shares
Shares