Carras (Hellas) S.A.

Η εταιρεία Carras (Hellas) S.A. αποτελεί δημιούργημα του Ιωάννη Μ. Καρρά, ενός από τους σημαντικότερους εφοπλιστές που έδρασαν με όραμα και πλήρη αφοσίωση στον διεθνή ναυτιλιακό χώρο κατά τη μεταπολεμική περίοδο, συμβάλλοντας σημαντικά στην καταξίωση της ναυτιλίας των Ελλήνων ως πρωταγωνιστικής δύναμης στις παγκόσμιες θαλάσσιες μεταφορές.

Μοναχογιός του καρδαμυλίτη πλοιάρχου και εφοπλιστή Μιχαήλ Ι. Καρρά και της αιγνουσιώτισσας Καλλιόπης, το γένος Κωνσταντή Λεμού, γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1916 στα Καρδάμυλα της Χίου. Το 1936 αποφοίτησε από το Ελληνοαμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών.

Η οικογένεια Καρρά έχει άρρηκτα συνδέσει την πορεία της με την εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής ναυτιλίας. Γενάρχης της μεγάλης αυτής οικογένειας υπήρξε ο καραβοκύρης Ιωάννης Καρράς (1852-1927), ο οποίος μετά από μια σημαντική διαδρομή στα ιστιοφόρα κατόρθωσε το 1908 να δραστηριοποιηθεί στην ατμήρη ναυτιλία με το ηλικίας 27 ετών ατμόπλοιο ALEXANDRA που ανήκε από το 1905 στον μεγάλο εμπορικό και τραπεζικό οίκο των αδελφών Σπυρίδωνα και Ξενοφώντα Σιδερίδη της Κωνσταντινούπολης. Στην κομβική εκείνη στιγμή της ζωής του, ο καρδαμυλίτης καραβοκύρης είχε κοντά του ως συνεργάτες τους γιους του Κωστή Καρρά (1875-1969) και Μιχαήλ Καρρά (1883-1963), πλοιάρχους του εμπορικού ναυτικού, και Παναγιώτη Καρρά (1888-1952), μηχανικό του εμπορικού ναυτικού.

Η εξέλιξη της οικογενειακής επιχείρησης υπήρξε σταθερή και επιτυχής. Παρά την ηλικία του, το ΑLEXANDRA ταξίδεψε για λογαριασμό των Καρράδων επί 16 ολόκληρα χρόνια, επιβίωσε του πολέμου και πουλήθηκε τελικά σε τουρκικά συμφέροντα το 1924, οπότε οι πλοιοκτήτες του το αντικατέστησαν με ένα νεότερο ατμόπλοιο –το FOTINI του 1908– αποκτώντας ένα χρόνο αργότερα και δεύτερο, κατασκευής του 1906, που ονομάστηκε IOANNIS CARRAS. H οικογενειακή επιχείρηση είχε τεθεί σε νέες βάσεις λίγο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα από το 1920, όταν οι αδελφοί Καρρά ίδρυσαν γραφείο στη Χίο, ενώ την εκπροσώπηση των συμφερόντων τους στο Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε ο γνωστός οίκος P. Wigham Richardson & Co. Ltd. που είχε αναπτύξει σημαντική συνεργασία με έλληνες εφοπλιστές χάρη στην παρουσία Ελλήνων μεταξύ των στελεχών του. Ένας από αυτούς, ο Άγγελος Λούζης, έμελλε να εξελιχθεί σε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής ναυτιλιακής παροικίας στο Λονδίνο.

Χάρη στην απόφαση να μην προχωρήσουν σε επενδύσεις που αφορούσαν την αγορά πλοίων κατά την αμέσως μετά τον πόλεμο περίοδο, οπότε οι τιμές των πλοίων είχαν φθάσει σε ιλιγγιώδη επίπεδα, η οικογένεια απέφυγε να εκτεθεί οικονομικά σε μια δύσκολη περίοδο και αυτό επέτρεψε την περαιτέρω επιχειρηματική τους εξέλιξη. Στο πλαίσιο αυτό, κατόρθωσαν να αποκτήσουν το 1927 ένα ακόμα πλοίο, το οποίο ονόμασαν YΕRO CARRAS προς τιμήν του αποβιώσαντα τη χρονιά εκείνη πατέρα τους.

Η δεκαετία του 1930 που σημαδεύτηκε από τη μεγάλη κρίση που προκάλεσε το κραχ του αμερικανικού χρηματιστηρίου το 1929, επιφύλασσε σημαντικές εξελίξεις στην πορεία του ομίλου, στη δύναμη του οποίου εντάχθηκαν από το 1931 μέχρι το 1936 πέντε ατμόπλοια, τα ΙOANNIS CARRAS το 1931, ALEXANDRA το 1933, CARRAS το 1934, ADELFOTIS το 1935 και FOTINI CARRAS το 1936. Τα πλοία αγοράστηκαν στις εξαιρετικά ευνοϊκές τιμές που είχαν διαμορφωθεί τότε εξαιτίας της κρίσης. Στη συνέχεια όμως, και πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, επήλθε ο διαχωρισμός των επιχειρηματικών συμφερόντων των τριών αδελφών, σύμφωνα με τον οποίο τα ατμόπλοια ΑLEXANDRA και CARRAS περιήλθαν στην οικογένεια του Κωνσταντίνου Ι. Καρρά, τα ADELFOTIS και FOTINI CARRAS στην οικογένεια του Μιχαήλ Ι. Καρρά και το IOANNIS CARRAS στον Παναγιώτη Ι. Καρρά.

Η οικογένεια διατήρησε το κοινό γραφείο στη Χίο, ωστόσο στο Λονδίνο η οικογένεια του Κωνσταντίνου Ι. Καρρά με την έντονη πλέον παρουσία του 31χρονου Ιωάννη Κ. Καρρά δραστηριοποιήθηκε σε συνεταιρισμό με τον Άγγελο Λούζη στο γραφείο A. Lusi Ltd., το οποίο ο τελευταίος είχε ιδρύσει το 1931 αποχωρώντας από το γραφείο P. Wigham Richardson. Η υπόλοιπη οικογένεια Καρρά χρησιμοποίησε ως βάση της στο Λονδίνο το γραφείο Carras Ltd. που ιδρύθηκε το 1938 από τον ήδη εγκατεστημένο τότε εκεί 23χρονο Ιωάννη Μ. Καρρά με έδρα στο Bury Court House, 7-8 Bury Court Street, St. Mary Axe, London E.C.3. και διευθυντές, πέρα από τον ίδιο, το θείο του Παναγιώτη Ι. Καρρά, τον Παναγιώτη Άγγελο και τον βρετανό υπήκοο R. Lucraft.

Ο νεαρός εφοπλιστής έδειξε αμέσως την αποφασιστικότητά του να προχωρήσει δυναμικά στην εξέλιξη της νέας εταιρείας του. Στις αρχές του 1939 αγόρασε σε ευνοϊκές τιμές δύο ατμόπλοια κατασκευασμένα το 1919 από τη μεγάλη βελγική εταιρεία CMB, τα οποία βρίσκονταν παροπλισμένα στην Αμβέρσα, το ένα για τον ίδιο και το άλλο για λογαριασμό του πεθερού του Στέφανου Διφωνή, ο οποίος ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Γ. Λιβανού, αδελφή του Σταύρου Γ. Λιβανού. Λόγω της εξαιρετικής γραφειοκρατίας που υπήρχε την εποχή εκείνη για την ύψωση της ελληνικής σημαίας, υιοθετήθηκε η πρακτική που είχαν ήδη εγκαινιάσει και άλλοι έλληνες εφοπλιστές με την ύψωση σημαίας Παναμά στα δύο πλοία, τα οποία μετονομάστηκαν CARMAR και ΙLLENAO αντίστοιχα.

Τα δύο πλοία δεν ταξίδεψαν για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό τους νέους τους ιδιοκτήτες. Με το ξέσπασμα του Πολέμου, οι τιμές των πλοίων άρχισαν να σημειώνουν εξαιρετική άνοδο και αυτό οδήγησε στην απόφαση για την πώλησή τους σε ιαπωνικά συμφέροντα, το ILLENAO το 1940 και το CARMAR το 1941.

Εν τω μεταξύ, το FOTINI CARRAS είχε εξωκείλει στις 9 Ιουνίου 1939 με αποτέλεσμα να καταστεί ολική απώλεια. Έτσι η οικογένεια του Μιχαήλ Καρρά απέμεινε με ένα και μοναδικό πλοίο, το ADELFOTIS, που και αυτό όμως δεν επιβίωσε του Πολέμου αφού τορπιλίστηκε την 1η Μαΐου 1943.

Χωρίς κανένα πλέον πλοίο, ο Ιωάννης Μ. Καρράς, παντρεμένος ήδη με την Αθηνά Στεφάνου Διφωνή, αποφάσισε να μεταβεί στην Αμερική, όπου είχε ήδη εγκατασταθεί σημαντικός αριθμός ανθρώπων της ελληνικής ναυτιλίας. Με ορμητήριο την Καλιφόρνια παρακολούθησε από κοντά τις εξελίξεις που αφορούσαν μεταξύ άλλων και την ταχεία αντικατάσταση των πλοίων που βυθίζονταν από τα πολεμικά πυρά των δυνάμεων του Άξονα. Η Αμερική ήταν το επίκεντρο του ναυτιλιακού ενδιαφέροντος αλλά και η χώρα που έμελλε να σημαδέψει την επιχειρηματική πορεία του φιλόδοξου νέου από τα Καρδάμυλα της Χίου.

Μετά το τέλος του Πολέμου, ο Ιωάννης Μ. Καρράς εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη ιδρύοντας ένα μικρό γραφείο στο δωμάτιο 212 του κτιρίου που βρισκόταν στη διεύθυνση 24 State Street, New York 4.

Από εκεί ξεκίνησε τη νέα του περιπέτεια στο χώρο της διεθνούς ναυτιλίας. Η αρχή έγινε το 1946 με την αγορά δύο φορτηγών πλοίων κατασκευής 1917 και 1919 που ονομάστηκαν ΜΑΚΙΚΙ και WAIMEA αντίστοιχα, υψώνοντας παναμαϊκή σημαία. Συγχρόνως, το γραφείο του Λονδίνου αναλάμβανε την πρακτόρευση και άλλων πλοίων που ανήκαν σε καρδαμυλίτες εφοπλιστές όπως ο Στέφανος Περιβολάρης και ο Παναγιώτης Άγγελος, ενώ το ίδιο γραφείο λειτούργησε και ως εφαλτήριο για την είσοδο στη ναυτιλία ενός ακόμα καρδαμυλίτη εφοπλιστή, του καπετάν Νικόλα Παπαλιού το 1949.

Το 1947 ο Ιωάννης Μ. Καρράς πραγματοποίησε το πρώτο του βήμα σε ένα χώρο στον οποίο έμελλε να διακριθεί ιδιαίτερα τις επόμενες δεκαετίες, αυτόν των δεξαμενοπλοίων. Τη χρονιά εκείνη μέσω της εταιρείας J. M. Carras Inc. που συνέστησε στο Wilmington, Delaware, απέκτησε το ηλικίας τριών ετών δεξαμενόπλοιο τύπου Τ2 ΑLEXANDRA και ένα χρόνο αργότερα δύο ακόμα παρόμοια πλοία, το ΜICHAEL και το TRINITY, και τα τρία υπό σημαία ΗΠΑ. Υπό την ίδια σημαία ταξίδεψαν επίσης με τα χρώματα του στόλου του για μικρό χρονικό διάστημα πέντε ακόμα φορτηγά πλοία τύπου Liberty που αποκτήθηκαν μεταξύ 1947 και 1951. Η αγορά και άλλων φορτηγών πλοίων που τέθηκαν υπό σημαία Παναμά αλλά και του υπό ελληνική σημαία Liberty FΟΤΙΝΙ –ένα από τα θρυλικά 100 που αγοράστηκαν μαζικά από έλληνες εφοπλιστές στις αρχές του 1947– δημιούργησε την ανάγκη μετεγκατάστασης σε νέα γραφεία, τόσο στη Νέα Υόρκη (21 West St., New York 6) όσο και στο Λονδίνο (9, Union Court, Old Broad Street, London E.C.2). Την ίδια εποχή, τα γραφεία του Ιωάννη Μ. Καρρά αναλάμβαναν και την εκπροσώπηση των πλοίων με τα οποία ξεκινούσε τη μεταπολεμική του ανασυγκρότηση που οδήγησε στη δημιουργία του μεγάλου ομίλου CERES ένας ακόμα καρδαμυλίτικος όμιλος, αυτός του Γιάννη Γ. Π. Λιβανού, στον οποίο εργαζόταν ήδη ο 20χρονος ανηψιός του Γιώργος Π. Λιβανός, ο οποίος έμελλε να παντρευτεί τη Φωτεινή, πρωτότοκη κόρη του Ιωάννη Μ. Καρρά.

Μετά τα παραπάνω βήματα με τα οποία ο Ιωάννης Μ. Καρράς εδραίωσε μια ισχυρή παρουσία στα μεταπολεμικά ναυτιλιακά δρώμενα, ήρθε η ώρα των επενδύσεων σε νεότευκτα με αιχμή του δόρατος τα δεξαμενόπλοια. Από το 1951, όταν τοποθέτησε την τεράστια για την εποχή της παραγγελία για την κατασκευή τεσσάρων δεξαμενοπλοίων 20.000 dwt περίπου το καθένα στα ναυπηγεία Hitachi Zosen K.K., στην Οsaka και την Innoshima, ενίσχυε και ανανέωνε με ελάχιστες εξαιρέσεις το στόλο του μόνο με νεότευκτα πλοία υψηλών προδιαγραφών.

Η παραλαβή το 1952 του ΤΙΝΙ, του πρώτου δεξαμενοπλοίου με ατμοστρόβιλους που κατασκευάστηκε για αλλοδαπούς σε ναυπηγεία της Ιαπωνίας μετά τον Πόλεμο, αποτέλεσε σημαντικό γεγονός για την παγκόσμια ναυπηγική βιομηχανία ανοίγοντας το δρόμο σε πολλούς Έλληνες να ακολουθήσουν τα βήματά του. Η συνεισφορά των Ελλήνων στην ανάπτυξη της ιαπωνικής ναυπηγικής βιομηχανίας που είχε υποστεί τεράστιες καταστροφές στη διάρκεια του Πολέμου υπήρξε καταλυτική, με τον Ιωάννη Μ. Καρρά να θεωρείται πρωτοπόρος αυτής της προσπάθειας.

Πάντοτε ανήσυχος και επιδιώκοντας το καλύτερο, ο Ιωάννης Μ. Καρράς ανανέωνε τις επαφές του με τους ναυπηγούς της ραγδαία αναπτυσσόμενης Ιαπωνίας. Πέρα από τα τέσσερα προαναφερθέντα δεξαμενόπλοια, συνεργάστηκε και με τα ναυπηγεία Nippon Kokan K.K. στο Shimizu και τη Yokohama, παραλαμβάνοντας το 1957 και 1958 τέσσερα ακόμα δεξαμενόπλοια, δύο των 20.000 dwt και δύο των 40.000 dwt. Το 1956 και 1957 ανανέωσε επίσης το στόλο των φορτηγών του αντικαθιστώντας τα Liberty με τρία νεότευκτα που κατασκευάστηκαν επίσης από τα ίδια ναυπηγεία.

Οι ναυπηγήσεις του Καρρά επεκτάθηκαν και στη χώρα που αποτέλεσε το εφαλτήριο της μεταπολεμικής του δράσης, τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου κατασκεύασε δύο δεξαμενόπλοια, τα ADORATION και MAYFLOWER που παραδόθηκαν το 1957 και 1961 υπό σημαία Λιβερίας και ΗΠΑ αντίστοιχα.

Οι σημαντικότερες όμως ναυπηγήσεις που εδραίωσαν την παρουσία του ομίλου του Ιωάννη Μ. Καρρά στις κορυφαίες θέσεις της ελληνικής ναυτιλιακής οικογένειας ήταν αυτές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1965 και 1969. Στη διάρκεια των πέντε αυτών ετών παρέλαβε συνολικά 14 νεότευκτα από τρία μεγάλα ναυπηγεία της Ιαπωνίας, τα Uraga Heavy Industries, Mitsubishi Heavy Industries και Ishikawajima-Harima Heavy Industries, συμπεριλαμβανομένων 8 bulk carriers, γεγονός που τον κατέστησε ως έναν εκ των κορυφαίων πρωταγωνιστών σε αυτόν τον ραγδαία αναπτυσσόμενο τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλη την υπόλοιπη σταδιοδρομία του παρέλαβε από τα ναυπηγεία μόνο bulk carriers.

Αυτό που χαρακτηρίζει τις επιλογές του Ιωάννη Μ. Καρρά όσον αφορά την ανανέωση του στόλου του είναι το χρονικό διάστημα που επένδυε στις ναυπηγήσεις. Υπήρξε από τους πρώτους που εισήλθαν δυναμικά στα δεξαμενόπλοια στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και ίσως ο μοναδικός που δεν επένδυσε ούτε σε ένα νεότευκτο δεξαμενόπλοιο μετά το τέλος της δεκαετίας του 1960. Δεδομένου ότι αποκτούσε, όπως λέγεται, όλα σχεδόν τα πλοία του τοις μετρητοίς και αξιοποιώντας τα σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους –τα περισσότερα μέχρι που οδηγούνταν στα διαλυτήρια– αξιοποίησε όλους τους θετικούς κύκλους της ναυλαγοράς ενισχύοντας συνεχώς την επιχειρηματική του υπόσταση.

Δεν παρασύρθηκε ποτέ σε βεβιασμένες κινήσεις. Ακόμα και μετά την καταστροφική κρίση της δεκαετίας του 1980, και ενώ ήταν σε θέση να ανανεώσει ριζικά το στόλο του μετά από την 20χρονη απουσία του από τις ναυπηγήσεις, επέλεξε να αγοράσει έναν μικρό αριθμό bulk carriers δεύτερο χέρι και να αποκτήσει δύο νεότευκτα που ναυπηγούνταν μετά από παραγγελίες τρίτων, το ένα στη Νότιο Κορέα, αντιλαμβανόμενος ίσως ότι η κρίση έφερνε και νέα δεδομένα στην παγκόσμια ναυπηγική βιομηχανία. Μεταξύ αυτών ήταν και η σταδιακή εγκατάσταση των νοτιοκορεατών στην κορυφή των παγκόσμιων ναυπηγικών δυνάμεων αλλά και η ανάγκη για δραστικές βελτίωσεις στη σχεδίαση των πλοίων. Δεν δίστασε να περιμένει σχεδόν μία δεκαετία για να επανέλθει στα ναυπηγεία. Αυτή τη φορά επέλεξε ναυπηγεία της νέας ανερχόμενης δύναμης, της Νοτίου Κορέας, και συγκεκριμένα τα Halla Engineering & Heavy Industries Ltd., στα οποία τοποθέτησε τις πρώτες παραγγελίες του σχεδόν μετά από 30 χρόνια παραλαμβάνοντας το 1997 τέσσερα bulk carriers 167.000 dwt το καθένα.

Πιστεύοντας όσο λίγοι στην ανεξάντλητη δυναμική της ναυτιλίας και στην περαιτέρω εξέλιξή της στη νέα χιλιετία, προχώρησε με αποφασιστικότητα στην ενδυνάμωση του στόλου του επιστρέφοντας στην Ιαπωνία, απ’ όπου παρέλαβε το 2003 πέντε bulk carriers από ένα ακόμα μεγάλο ναυπηγείο, το Sasebo Heavy Industries Co. Ltd. Η στιγμή της παραλαβής τους υπήρξε ιδανική επιτρέποντας στον σπουδαίο αυτόν πλοιοκτήτη να απολαύσει στο έπακρο τη μεγαλύτερη έκρηξη της ναυλαγοράς που σημειώθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Η άκρως επιτυχής πορεία του Ιωάννη Μ. Καρρά στη ναυτιλία μόνο τυχαία δεν είναι. Υπήρξε κατ’ αρχάς από τους βαθύτερους γνώστες της ιστορικής εξέλιξης της ναυτιλίας. Εργάστηκε με πλήρη αφοσίωση σε καθημερινή βάση μέχρι το τέλος της ζωής του, γνωρίζοντας όλες τις διεθνείς εξελίξεις και τις παραμέτρους που αφορούσαν την επιχείρησή του χωρίς όμως να αποτελεί εμπόδιο στη λήψη πρωτοβουλιών από τους συνεργάτες του. Χρησιμοποίησε με σοφία τις γνώσεις του προσφέροντας τα φώτα του στις νεότερες γενιές, τις οποίες θαύμαζε απεριόριστα λέγοντας συχνά στους συνομιλητές του ότι έχουν επιτύχει πολλά περισσότερα από τη δική του γενιά. Το ενδιαφέρον του για τις νέες γενιές και τη μόρφωση αυτών υπήρξε αμέριστο και εκφράστηκε ποικιλότροπα στη ζωή του κυρίως με τη στήριξη του Κολλεγίου Αθηνών όπου ο ίδιος σπούδασε. Ασχολήθηκε με τα κοινά επί σειρά ετών και συγκεκριμένα στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών προσφέροντας τις ανεκτίμητες γνώσεις και προσθέτοντας κύρος στο έργο της. Την αγάπη του για το επάγγελμά του και την πίστη του για το μέλλον της ναυτιλίας θέλησε να διατρανώσει ακόμα και στο τέλος της ζωής του. Έχοντας περάσει τα 90 χρόνια της ζωής του τόλμησε να τοποθετήσει παραγγελία για την ναυπήγηση έξι bulk carriers για πρώτη φορά στη ζωή του σε ναυπηγεία της Δανίας, ενάντια στο κατεστημένο της Άπω Ανατολής.

Πέρα από την εξαιρετική με όλη τη σημασία της λέξεως διαδρομή του στη ναυτιλία, ο Ιωάννης Μ. Καρράς, ο μόνος ίσως έλληνας εφοπλιστής που αξιώθηκε να συμπληρώσει επτά δεκαετίες συνεχούς ενασχόλησης με το ναυτιλιακό έργο, διακρίθηκε για την ιδιαίτερα σεμνή ζωή του, πάντοτε κοντά στην οικογένειά του και σε μεγάλη απόσταση από κάθε προβολή και δημοσιότητα. Παντρεμένος επί επτά δεκαετίες με την αγαπημένη του σύζυγο Αθηνά, απέκτησαν τέσσερις κόρες, τη Φωτεινή Λιβανού, την Ευγενία Radziwill, την Αλεξάνδρα Βουρέκα-Πεταλά και τη Χριστίνα Λεμού.

Ο Ιωάννης Μ. Καρράς πλήρης ημερών αλλά πάντα δημιουργικός μέχρι το τέλος της ζωής του, «έφυγε» στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, έχοντας καταγράψει σπουδαίο έργο στο χώρο της παγκόσμιας ναυτιλίας για περισσότερο από επτά δεκαετίες.

Shares
Shares