ΠΛΟΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΧΥΔΗΝ ΞΗΡΩΝ ΦΟΡΤΙΩΝ
H σχέση των Eλλήνων με τις μεταφορές χύδην ξηρών φορτίων χρονολογείται αρκετές δεκαετίες πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χάρη στις συγκεκριμένες μεταφορές κατά κύριο λόγο, οι Έλληνες εφοπλιστές κατόρθωσαν να αναπτύξουν προπολεμικά έναν αξιόλογο εμπορικό στόλο εξυπηρετώντας μέρος των αναγκών των παγκοσμίων θαλασσίων μεταφορών.
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η έλλειψη σταθερής απασχόλησης σε συνδυασμό με την απουσία χρηματοδότησης, ικανής να επιτρέψει την κατασκευή νεότευκτων πλοίων, ανάγκασε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τους Έλληνες εφοπλιστές να στραφούν κυρίως στην αγορά μεταχειρισμένων πλοίων μικρής σχετικά χωρητικότητας. Λόγω της ευελιξίας των συμβατικών φορτηγών πλοίων, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν παράλληλα για τη μεταφορά και άλλων φορτίων, η πλειοψηφία των λίγων νεότευκτων πλοίων που παρέλαβε ένας μικρός αριθμός Eλλήνων πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αυτού του τύπου.
H ανάγκη εξέλιξης ενός πλοίου ειδικών προδιαγραφών, ικανού να μεταφέρει μόνο χύδην ξηρά φορτία σε μεγαλύτερες ποσότητες σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, δημιουργήθηκε μετά την πρώτη μεταπολεμική πενταετία. Πριν τον Πόλεμο, οι περισσότερες μεταφορές χύδην φορτίων δεν αφορούσαν μεγάλες ποσότητες, ενώ ορισμένες εξ αυτών είχαν εποχιακό χαρακτήρα. Eπίσης, η χρηματοδότηση για την αγορά και τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων χύδην φορτίων δεν ήταν εύκολη, ενώ σημαντικές δυσκολίες υπήρχαν και στην αποθήκευση μεγάλων σε όγκο φορτίων, τόσο στο λιμάνι φόρτωσης όσο και εκφόρτωσης. Tέλος, ένα σημαντικό εμπόδιο για τη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων με αναλόγου μεγέθους πλοία, ήταν τα ίδια τα λιμάνια, των οποίων το βάθος αλλά και τα υπάρχοντα κρηπιδώματα δεν επέτρεπαν τον ασφαλή κατάπλου για την πραγματοποίηση των εργασιών φόρτωσης ή εκφόρτωσης.
Ωστόσο, η μεταπολεμική περίοδος σταδιακά δημιούργησε νέα δεδομένα, υπαγορεύοντας την ανάγκη ραγδαίων μεταβολών στα μεγέθη των πλοίων μεταφοράς χύδην ξηρών φορτίων (bulk carriers). Aκολουθώντας τις τάσεις που έκαναν ιδιαίτερα ελκυστική την κατασκευή όλο και μεγαλύτερων δεξαμενοπλοίων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ναυπηγική βιομηχανία προχώρησε γρήγορα στη δημιουργία μεγαλύτερων μονάδων και στον τομέα της μεταφοράς χύδην ξηρών φορτίων.
Διαβλέποντας τη δυναμική που θα αποκτούσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα οι μεταφορές αυτού του είδους, κυρίως από και προς αναπτυσσόμενες χώρες, οι Έλληνες ξεκίνησαν από τα μέσα τη δεκαετίας του 1950 να ενισχύουν τους στόλους τους με τέτοιου τύπου νεότευκτα πλοία, επενδύοντας κυρίως στην αξιοπιστία και την ταχύτητα κατασκευής που παρείχαν τα ιαπωνικά ναυπηγεία.
Η ενότητα αυτή θα παρουσιάσει σταδιακά το σύνολο των πλοίων μεταφοράς χύδην ξηρών φορτίων που κατασκευάστηκαν για λογαρισμό Ελλήνων από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα.
Oι εν λόγω ναυπηγήσεις αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα των επενδυτικών πρωτοβουλιών που ανέπτυξαν οι Έλληνες πλοιοκτήτες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο για την ανασυγκρότηση του αποδεκατισμένου ελληνόκτητου εμπορικού στόλου όσο και για την εδραίωσή τους ως πρωταγωνιστές των παγκοσμίων θαλάσσιων μεταφορών.
Το συγκεκριμένο εγχείρημα πραγματοποιήθηκε χωρίς οικονομική στήριξη από το ελληνικό κράτος, χωρίς την ύπαρξη κρατικών φορτίων και με αποκλειστικό δανεισμό από ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Παράλληλα, μέσω αυτής της δραστηριότητας, η Ελλάδα αποκόμισε σημαντικά άμεσα και έμμεσα οφέλη χωρίς να δαπανήσει τους παραμικρούς πόρους, ενώ η διεθνής κοινότητα –και ιδιαίτερα δεκάδες αναπτυσσόμενες χώρες– είχε στη διάθεσή της εκατοντάδες πλοία, τα οποία αποτέλεσαν μοχλό ανάπτυξης μέσω της μεταφοράς σε προσιτό κόστος βασικών πρώτων υλών, όπως τα σιτηρά, το σιδηρομετάλλευμα και το κάρβουνο.