Franco Compania Naviera S.A.
Ο σύνδεσμος της οικογένειας Φραγκίστα με τη ναυτιλία ξεκινά από την Αρετή, σύζυγο του δικηγόρου Νικολάου Φραγκίστα (1887-1967) και κόρη του καραβοκύρη Κωνσταντίνου Μαυρογιαλή από τη Σκιάθο. Ο ίδιος ο Νικόλαος Φραγκίστας ανέπτυξε δραστηριότητα στο χώρο της πολιτικής, διατελώντας και βουλευτής Στυλίδος.
Ο Νικόλαος και η Αρετή Φραγκίστα απέκτησαν τέσσερις γιούς. Ο Χαράλαμπος Φραγκίστας (1905-1976) διακρίθηκε ως νομικός, καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας, ενώ διετέλεσε τρεις φορές πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και δύο φορές υπουργός επί υπηρεσιακών κυβερνήσεων. Ο Γεώργιος Φραγκίστας (1907-1975) διετέλεσε Σμήναρχος της Πολεμικής Αεροπορίας. Αργότερα, ίδρυσε την εταιρεία «ΓΕΦΡΑ», η οποία προμήθευε με εσπεριδοειδή τη Σοβιετική Ένωση κατ’ αποκλειστικότητα μέχρι την πτώση της. Για αυτό τον σκοπό, είχε ιδρύσει επτά συσκευαστήρια εργοστάσια σε όλη την Ελλάδα. Ο Αχιλλέας Φραγκίστας (1911-1984) σταδιοδρόμησε αρχικά ως γυναικολόγος ιατρός και δίδαξε ως βοηθός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, προτού δραστηριοποιηθεί μεταπολεμικά στον ναυτιλιακό χώρο. Τέλος, ο Ιωάννης-Νικόλαος Φραγκίστας (1913-1978) υπήρξε επίσης, όπως και ο αδελφός του Χαράλαμπος, νομικός.
Η πορεία του Αχιλλέα Φραγκίστα στη ναυτιλία ξεκίνησε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη διάρκεια της Κατοχής, κυνηγημένος από τους Γερμανούς κατακτητές, κατόρθωσε να διαφύγει με ένα καΐκι στην Αίγυπτο. Εκεί γνώρισε τη Ρέα Τσακίρογλου, η οικογένεια της οποίας ήταν ήδη εγκατεστημένη εκεί, έχοντας αναπτύξει επιχειρηματική δραστηριότητα τόσο στην Αίγυπτο όσο και στο Σουδάν. Παντρεύτηκαν το 1951 στην Αθήνα και απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Νίκο το 1952, τον Γιώργο το 1953, την Ιλένα το 1956 και τη Μαρίλυ το 1958.
Μετά το τέλος του Πολέμου, και συγκεκριμένα το 1948, ο Αχιλλέας Φραγκίστας εγκαταστάθηκε στη Λισαβόνα. Από εκεί ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στη ναυτιλία το 1950 –μια εποχή όπου ο κλάδος διένυε περίοδο εξαιρετικής άνθησης λόγω του πολέμου της Κορέας– όταν σε συνεργασία με τους πλοιάρχους Σταμάτη Μάνεση και Ευθύμιο Αθανασίου αποκτήθηκε ένα φορτηγό ηλικίας 30 ετών, το οποίο μετονομάστηκε RHEA υψώνοντας σημαία Παναμά. Ένα χρόνο αργότερα, αποκτήθηκε ένα ακόμα πλοίο παρόμοιας ηλικίας που μετονομάστηκε ARETI, επίσης υπό Παναμαϊκή σημαία, για να ακολουθήσει η αγορά τριών ακόμα φορτηγών πλοίων το 1955 υπό σημαία Κόστα Ρίκας. Τα πλοία αυτά εργάστηκαν αποδοτικά μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης το 1957 και τελικά πουλήθηκαν για διάλυση στα τέλη της ίδιας δεκαετίας.
Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα τον παροπλισμό ενός μεγάλου αριθμού πλοίων οδηγώντας παράλληλα στη δραματική πτώση των αξιών τους. Πιστεύοντας ωστόσο στην άνοδο της ναυλαγοράς μακροπρόθεσμα, ο Αχιλλέας Φραγκίστας δεν αποθαρρύνθηκε από τις εξελίξεις. Αντίθετα, εκμεταλλευόμενος τις τότε χαμηλές τιμές των πλοίων, δημιούργησε κατά τη διάρκεια της τετραετίας 1959-1962 ένα στόλο 15 φορτηγών πλοίων, μεγαλύτερων και νεότερων των προηγούμενων –τα περισσότερα πολεμικής κατασκευής– μεταξύ των οποίων και έξι τύπου Liberty. Τα περισσότερα από αυτά ταξίδεψαν υπό σημαία Λιβάνου.
Έχοντας εν τω μεταξύ εγκατασταθεί οικογενειακώς στην Αθήνα, μετά από μια περίοδο όπου ζούσε με την οικογένειά του μεταξύ Λισαβόνας και Αθηνών, ο Αχιλλέας Φραγκίστας ίδρυσε το 1960 την εταιρεία Franco Shipping Co. εγκαθιστώντας τα γραφεία της σε ένα νεοκλασικό κτίριο στην οδό Πατησίων 65.
Παρά το γεγονός ότι η αγορά εξακολουθούσε να παραμένει καθηλωμένη σε χαμηλά επίπεδα στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Φραγκίστας αξιοποίησε –όπως και αρκετοί άλλοι συνάδελφοί του την εποχή εκείνη– τη συγκυρία της κρίσης στην Κούβα έχοντας ναυλώσει ένα μεγάλο μέρος του στόλου του για τη μεταφορά κουβανικών φορτίων και ιδιαίτερα ζάχαρης στη Σοβιετική Ένωση. Στη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας, ανανεώνοντας συνεχώς το στόλο του με την προσθήκη πέντε κατά μέσο όρο πλοίων το χρόνο –σχεδόν όλα κατασκευασμένα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου– συνέχισε την ανάπτυξη του ομίλου του. Για τα πλοία αυτά επέλεγε την ύψωση κυρίως της ελληνικής σημαίας, ενώ προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 υπήρξε από τους βασικότερους υποστηρικτές της ανάπτυξης ενός νέου νηολογίου, αυτού της Κύπρου, στο οποίο έθεσε το μεγαλύτερο μέρος του στόλου του μέχρι τουλάχιστον την εποχή της τουρκικής εισβολής το 1974.
Έχοντας πλέον υπό τη διαχείριση της εταιρείας του έναν εύρωστο στόλο, ο Αχιλλέας Φραγκίστας προχώρησε στα τέλη του 1965 σε μια συμφωνία αξίας 107 εκατομμυρίων δολαρίων με τη Σοβιετική Ένωση. Βάσει της συγκεκριμένης συμφωνίας, η οποία υπήρξε επωφελής και για την ελληνική οικονομία, θα παρελάμβανε 33 νεότευκτα πλοία διαφόρων τύπων και μεγεθών από ναυπηγεία της Σοβιετικής Ένωσης καταβάλλοντας ως μέρος του τιμήματος αδιάθετα ελληνικά γεωργικά προϊόντα, κυρίως καπνά και εσπεριδοειδή. Παρ’ όλα αυτά, το σκέλος της συμφωνίας που αφορούσε την παραλαβή επτά νεότευκτων αλιευτικών πλοίων αποδείχθηκε στην πορεία ιδιαίτερα επιζήμιο. Τα αλιευτικά αποτελούσαν μια εξειδικευμένη επιχείρηση την οποία ο ίδιος δεν γνώριζε, με αποτέλεσμα ο όμιλος να υποστεί σημαντικές ζημιές από τη διαχείρισή τους.
Η αποτυχία του εγχειρήματος των αλιευτικών επηρέασε και τα άλλα σκέλη της συμφωνίας με τους Σοβιετικούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωσή της και την παραλαβή τελικά τριών μόνο νεότευκτων φορτηγών πλοίων, του EFTYHIA το 1965, του KLAVDIA το 1966 και του ΕVGENIA το 1967. Το πλέον δυσάρεστο όμως επακόλουθο υπήρξε ο σοβαρός κλονισμός της υγείας του Αχιλλέα Φραγκίστα τα αμέσως επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να υποστεί δύο σοβαρά εγκεφαλικά επεισόδια. Το γεγονός αυτό από το 1972 και μετά, ανέκοψε σε σημαντικό βαθμό την επαγγελματική του εξέλιξη που πέρα από τη ναυτιλία είχε να επιδείξει σημαντικό έργο και σε άλλους τομείς.
Συγκεκριμένα, το 1969 είχε ιδρύσει ένα εργοστάσιο παραγωγής και συσκευασίας τοματοπολτού στον Ορχομενό Βοιωτίας, ενώ στις αρχές του 1972 είχε αποκτήσει μια παρόμοια μονάδα και στην Αλίαρτο. Τα συγκεκριμένα εργοστάσια σημείωσαν αξιοσημείωτη πρόοδο και συγκαταλέγονταν μεταξύ των πέντε κορυφαίων στην Ευρώπη στον τομέα της παραγωγής τοματοπολτού και επεξεργασίας φρούτων. Εκτός από την ανωτέρω δραστηριότητα, ο Αχιλλέας Φραγκίστας εκείνη την εποχή ασχολήθηκε και με τον τουριστικό κλάδο, όντας εκ των πρωτεργατών για την κατασκευή μεγάλης ξενοδοχειακής μονάδας στο Γρεγολίμανο Ευβοίας –σε συνεργασία με την οικογένεια Σιστοβάρη– η οποία τελικά περιήλθε στον όμιλο Club Méditerranée.
O Αχιλλέας Φραγκίστας συνέχισε να αναπτύσσει το στόλο του και μετά την ματαίωση της συμφωνίας με τους Σοβιετικούς αγοράζοντας μεταχειρισμένα φορτηγά πλοία ηλικίας 12-15 ετών, προτού επιστρέψει ξανά στα νεότευκτα τοποθετώντας το 1970 παραγγελία για τη ναυπήγηση δύο φορτηγών πλοίων στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το 1971 παρέλαβε από τα Ελληνικά Ναυπηγεία στον Σκαραμαγκά δύο νεότευκτα φορτηγά τύπου SD-14, τα REA και DESPINA.
Έχοντας υπό τη διαχείρισή της έναν μεγάλο για την εποχή στόλο 25 φορτηγών πλοίων – τα μισά υπό ελληνική και τα υπόλοιπα υπό κυπριακή σημαία – η Franco Compania Naviera S.A., όπως είχε μετονομαστεί από το 1968 η εταιρεία, συνέχισε την πορεία της στη νέα δεκαετία. Η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε από ανακατατάξεις στην παγκόσμια οικονομία –και κατ’ επέκταση στη ναυτιλία– εξαιτίας των δύο σοβαρών πετρελαϊκών κρίσεων. Την κρίσιμη εκείνη εποχή, η οποία συνέπεσε με το απώγειο της επιχειρηματικής του εξέλιξης, η υγεία του Αχιλλέα Φραγκίστα επιδεινώθηκε περαιτέρω, στερώντας στην επιχείρηση την παρουσία του για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η ραγδαία επιδείνωση της υγείας του ιδρυτή της –σε μια εποχή όπου αντικειμενικά δεν υπήρχε διάδοχος κατάσταση, αφού ο μεγαλύτερος γιος του ήταν μόλις 20 ετών έχοντας ξεκινήσει πρόσφατα τις σπουδές του– οδήγησε στη σταδιακή αποδυνάμωση της εταιρείας, αφού μέσα στα επόμενα χρόνια ο αριθμός των πλοίων του στόλου μειώθηκε σχεδόν κατά το ήμισυ. Παρόλα αυτά, το 1976, με την εκρηκτική αύξηση των ναυπηγήσεων παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, ο Αχιλλέας Φραγκίστας επένδυσε για μια ακόμα φορά σε νεότευκτο παραλαμβάνοντας από τα Ιαπωνικά ναυπηγεία Namura Zosensho το πρώτο bulk carrier του ομίλου, το οποίο ονομάστηκε ILENA και ύψωσε ελληνική σημαία. Εντούτοις, η επένδυση αυτή –όπως και πάρα πολλές άλλες που πραγματοποιήθηκαν στην Ιαπωνία τη συγκεκριμένη περίοδο– προκάλεσε επιπρόσθετα προβλήματα αργότερα λόγω της μεγάλης αλλαγής στην ισοτιμία μεταξύ αμερικανικού δολαρίου και ιαπωνικού γιεν, με βάση την οποία πραγματοποιούνταν τότε οι δανειακές συμφωνίες για τη ναυπήγηση των πλοίων στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Η κρίση που ακολούθησε στα τέλη του 1981, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στο παγκόσμιο ναυτιλιακό οικοδόμημα μέχρι τα μέσα του 1986, επηρέασε αρνητικά όπως ήταν φυσικό και την πορεία του ομίλου Φραγκίστα. Με τον ιδρυτή της ουσιαστικά εξουδετερωμένο από τα προβλήματα υγείας –που τελικά τον οδήγησαν πρόωρα στο θάνατο στις 29 Δεκεμβρίου 1984 στα 73 του χρόνια– η Franco Compania Naviera, υπό την ηγεσία του πρωτότοκου γιού του, Νικολάου Φραγκίστα, χρειάστηκε να καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες για να αντιμετωπίσει πολλαπλές προκλήσεις. Έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του, ξεκινώντας από τη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και με δύο μεταπτυχιακούς τίτλους στο Ναυτικό Δίκαιο από το University College London, ο Νίκος Φραγκίστας πέρα από γνώσεις σε θέματα ναυτικού δικαίου, ναυτικών ασφαλειών, ναυλοσυμφώνων και αγοραπωλησιών πλοίων, είχε και την πολύτιμη συμπαράσταση έμπειρων και αφοσιωμένων στελεχών που υπηρετούσαν επί μακρά σειρά ετών κοντά στον πατέρα του.
Περιορίζοντας τον αριθμό των πλοίων του στόλου σε μονοψήφιο αριθμό με τη διατήρηση των νεότερων σε ηλικία πλοίων, επιχείρησε να σταθεροποιήσει την πορεία του ομίλου μέσα στα δύσκολα χρόνια της κρίσης ακολουθώντας συντηρητικούς ρυθμούς. Με τη σταδιακή άνοδο της ναυλαγοράς από τα μέσα του 1986, η εταιρεία ξεκίνησε με αργά αλλά σταθερά βήματα την ανανέωση του στόλου της, εστιάζοντας αποκλειστικά στον τομέα των bulk carriers. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τον δευτερότοκο γιο του Αχιλλέα Φραγκίστα, τον Γιώργο, να έχει ήδη αναπτύξει αυτόνομη πορεία στη ναυτιλία από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Franco Compania Naviera συνέχισε την περαιτέρω διαδρομή της με επικεφαλής τον Νίκο Φραγκίστα και τη νεότερη αδελφή του Μαρίλυ, η οποία είχε πραγματοποιήσει σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων.
Έχοντας συμπληρώσει πέντε δεκαετίες στα παγκόσμια ναυτιλιακά δρώμενα και διαχειριζόμενη έναν στόλο αποτελούμενο από οκτώ bulk carriers, η Franco Compania Naviera παρέλαβε το 2003 ένα ακόμα νεότευκτο bulk carrier από την Ιαπωνία, στο οποίο δόθηκε για μια ακόμα φορά το όνομα της συζύγου του ιδρυτή της. Στη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν, οι θετικές εξελίξεις στη ναυλαγορά και κυρίως η επιλογή του χρόνου κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι αγοραπωλησίες πλοίων του ομίλου, έθεσαν τις βάσεις για την περαιτέρω εξέλιξη μιας οικογενειακής επιχείρησης, η οποία πέρα από τις εμπειρίες που πηγάζουν από τη μακρόχρονη παρουσία της, διαθέτει πλέον στο ενεργό δυναμικό της και μέλη της τρίτης γενιάς της οικογένειας που ακολουθούν το όραμα του Αχιλλέα Φραγκίστα.